


Ένας πρώην λονδρέζος που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζει και περιφέρεται γύρω από μια πλατεία του ανατολικού Βερολίνου.
Ακάλεστος διαβαίνει κατά τη γιορτή. Είναι ένας πρώην λονδρέζος που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζει και περιφέρεται γύρω από μια πλατεία του ανατολικού Βερολίνου. Τα μαντίλια σα φίδια ερωτοτροπούν πάνω στο καπέλο του. Μέσα στο ημίφως το βλέμμα του άλλοτε να είναι περιπαιχτικό κι άλλοτε απειλητικό και οργισμένο. Για τους πολλούς είναι ένας εκκεντρικός ζητιάνος που αρέσκεται να ζει κοντά στα όρια της τρέλας.
"Άθλιοι ξυπνήστε", τον
άκουσα την αυγή να φωνάζει.
"Ξυπνήστε να δείτε. Ο
κόσμος το ξημέρωμα ανήκει στα πουλιά"
Σαν ένας σύγχρονος Τσάρλι
Τσάπλιν περπατάει και χτυπά ρυθμικά το μπαστούνι του πάνω στους πέτρινους
δρόμους τραγουδώντας για την αγάπη που χάθηκε.
"Δεν είμαι άντρας ούτε
γυναίκα, είμαι άνθρωπος" μονολογεί.
-"Είσαι γρήγορος
φωτογράφος", με ρώτησε καθώς πλησίαζα κοντά του.
-"Δεν ξέρω αν είμαι
γρήγορος, αργός όμως δεν είμαι".
Ήμουν αργός, δεν πρόλαβα
ν' αντιδράσω, δε γνωρίζω, δεν ξέρω, φταίω, σας υπόσχομαι ότι θ' αλλάξω, ότι θα
γίνω γρήγορος, πιο γρήγορος, πιο γρήγοροι, πιο γρήγορα, τίποτα για τα μάτια,
τίποτα για την ευδαιμονία της ψυχής.
"Καταραμένοι ποιητές",
φώναζε μεθυσμένος. "Χαϊδεύεται αυτάρεσκα το φεγγάρι αλλά τον ήλιο δεν τον
αγγίζετε γιατί πύρινος είναι".
Πόσο ανιαρός θα ήταν
αυτός ο κόσμος δίχως αυτούς που αλογόμυγες έχρισαν τους εαυτούς τους, να
ενοχλούν και να αγγίζουν τους πολλούς.
Έβρεχε και φυσούσε πολύ
εκείνη την ημέρα. Μόνο αυτός ήταν έξω. Όπως πάντα, να περιφέρεται στο σπίτι
του, γύρω από μια πλατεία κάπου στο ανατολικό Βερολίνο.