Μια βόλτα πάνω στο μαγικό χαλί του χρόνου
Η πτήση Αθήνα Κωνσταντινούπολη διαρκεί μόνο
μια ώρα και είκοσι λεπτά. Ωστόσο όταν μπαίνεις στο «Ελ. Βενιζέλος» και μετά από
λίγο βγαίνεις στο αεροδρόμιο «Ατατούρκ», το ταξίδι σου αποκτά μια ιδιαίτερη
σημειολογία. Αναπόφευκτα μοιάζει με ένα τούνελ, μια τρύπα στο χωρόχρονο. Στην
άλλη άκρη του σε περιμένει ένα μαγικό χαλί που ίπταται πάνω από το Βόσπορο και
που με επιδεξιότητα αποφεύγει τους μιναρέδες που υψώνονται βγαλμένοι σαν από
παραμύθι. Μπορεί να έχω στη διάθεσή μου μόνο δέκα και όχι χίλιες και μία
νύχτες, ωστόσο συνειδητοποιώ ότι δε χρειάζεται να βιάζομαι. Πρώτον γιατί από
την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην Πόλη, ήμουν σίγουρος ότι θα
επιστρέψω και μάλιστα σύντομα και δεύτερον γιατί εδώ είναι Ανατολή. Όχι η άλλη
Ανατολή, αυτή του εσωτερικού μυστικισμού και της εσωστρέφειας, όχι, εκείνη
είναι πιο πέρα. Αλλά η Ανατολή στην οποία εμείς ανήκουμε. Εκείνη της ράθυμης
απόλαυσης.
Χτισμένη να πατάει με το ένα πόδι της στην Ασία και
με το άλλο στην Ευρώπη, η Κωνσταντινούπολη δε θα μπορούσε να διεκδικήσει
τίποτα λιγότερο από τον τίτλο της πιο ονειρεμένης πόλης του κόσμου ταγμένη από
τη γεωγραφία και την ιστορία για πρωτεύουσα μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Το
κανάλι του Βόσπορου και η θάλασσα του Μαρμαρά βρέχουν τις όχθες και των δύο
ηπείρων. Απέναντι απλώνεται το ασιατικό τμήμα της πόλης, το βυζαντινό Σκούταρι,
πλέον Ούσκουνταρ, όπου σπανίως πατάει το πόδι του τουρίστας, φημισμένο για τη
ψαραγορά του και τα παραθαλάσσια αρχοντικά κατά μήκος του Βόσπορου, τα περίφημα
γυαλί των σουλτάνων και της ελίτ. Μια στενή υδάτινη λωρίδα, το Χρυσό Κέρας,
έτσι ονομάστηκε από τους Βυζαντινούς λόγω του χρυσαφένιου χρώματος που παίρνουν
τα νερά του το ηλιοβασίλεμα, εισχωρεί σα ξίφος στην καρδιά της Ευρώπης
χωρίζοντας την Πόλη στα δύο. Από τη μία το ιστορικό της κέντρο,-γνωστό μετά την
Άλωση ως Σουλταχμέτ- με την Αγιά Σοφιά και το παλάτι, ο πόλος άσκησης της
πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Και από την άλλη ο εύπορος Γαλατάς και το
Πέρα, η εμπορική καρδιά της πόλης στις προβλήτες του οποίου έφταναν τα
εμπορεύματα από τη Γένουα και τη Βενετία.
Istanbul twilight
Είναι αφότου πέσει η νύχτα, διαβαίνοντας τη γέφυρα του Γαλατά με
κατεύθυνση από το πολύβουο Πέρα (Μπέηολου)στην ηρεμία του Σουλταναχμέτ που
ερωτεύεσαι τούτη την πόλη. Το πρώτο βράδυ που διέσχισα το Χρυσόκερας πάνω της,
ευχόμουν αυτά τα πέντε λεπτά να κρατήσουν για πάντα Η εικόνα της απέναντι όχθης την οποία συνεχώς
πλησιάζα, είναι βγαλμένη από αραβικό παραμύθι. Στα αριστερά, στο απώτατο άκρο
της Ευρώπης, στη χερσόνησο όπου συναντώνται ο Βόσπορος, η θάλασσα του Μαρμαρά
και το Χρυσόκερας, πάνω σε έναν κατάφυτο λόφο, δεσπόζει φωτισμένο το παλάτι
Τοπκαπί. Δίπλα του ορθώνεται ένα από τα θαύματα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής,
το σήμα κατατεθέν της πόλης, η Αγιά Σοφιά με το χαρακτηριστικό κοκκινωπό ωχρό
της χρώμα. Το αξεπέραστο κατασκευαστικό επίτευγμα του διαμέτρου τριάντα μέτρων
τρούλου της, ο οποίος δε στηρίζεται σε καμία κολώνα, έκανε τον Ιουστινιανό να
αναφωνήσει: «Επιτέλους, ξεπέρασα τον Σολωμόντα»! Στο βάθος, το επιβλητικό Μπλε
Τζαμί, το μόνο τζαμί στον κόσμο με έξι μιναρέδες που βρίσκεται εκτός Μέκκας,
σηματοδοτεί την αγωνιώδη προσπάθεια του σουλτάνου Αχμέτ Α' να ξεπεράσει σε
μεγαλείο τον Ιουστινιανό. Ο σουλτάνος έχτισε το μεγαλύτερο τζαμί στην πόλη
ωστόσο έχασε από την Αγιά Σοφιά για μερικά μέτρα. Οι τρούλοι κι οι μιναρέδες
των αυτοκρατορικών τζαμιών ξεχωρίζουν γιατί έχουν τέσσερις κι όχι δύο
μιναρέδες όπως τα κανονικά-δημιουργούν την ασύγκριτη γραμμή του ορίζοντα της
σύγχρονης Κωνσταντινούπολης.
Ακριβώς μπροστά μου στην άλλη άκρη της γέφυρας, αμέτρητα θαλασσοπούλια
κόβουν δυσοίωνους κύκλους πάνω από το Γενί Τζαμί σα να ετοιμάζονται να του
επιτεθούν βγαλμένα από την ταινία του Χίτσκοκ. Δεξιά, στην κορυφή ενός από τους
επτά λόφους της Πόλης, στέκεται λουσμένο μέσα σε ένα απόκοσμο πορτοκαλί φως που
μετατρέπεται σε ημίφως από την υγρασία, το Σουλεϊμανγιέ Τζαμί, δημιούργημα του
μεγάλου δάσκαλου της οθωμανικής αρχιτεκτονικής Μιμάρ Σινάν κατά το 16οαιώνα, αντάξιο της δόξας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Το όνομά του δεν είναι
τυχαίο αφού αυτός ήταν ο σουλτάνος που υπέταξε την Ουγγαρία και έφτασε
μια ανάσα από τη Βιέννη. Η μαγευτική θέα ολοκληρώνεται ακόμα πιο πέρα με το
Φατίχ Τζαμί το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα και μαυσωλείο του Μωάμεθ του Πορθητή.
Αλλά για αυτόν που σημάδεψε σχεδόν όσο κανείς άλλος τη μοίρα αυτής της πόλης θα
τα πούμε παρακάτω.
Αυτή η σαγηνευτική παραμυθένια εικόνα χαλιφάτου έδωσε σάρκα
και οστά σε όλες τις διηγήσεις που είχα ακούσει κατά καιρούς μέχρι τότε για την
Ανατολή. Είχα μπροστά μου ένα στιγμιότυπο της πόλης όπου αν ήταν δυνατό να το
έχεις φωτογραφήσει τέσσερις αιώνες πριν, τα βασικά του σημεία θα ήταν ίδια και
απαράλλαχτα με τώρα. Η Ντιβάν Γιολού που περπατούσα κάθε πρωί, η κεντρική
αρτηρία της παλιάς πόλης που διασχίζει το τραμ με τα εκατοντάδες παραδοσιακά
φαγάδικα των ντόπιων εκατέρωθεν, είναι η ίδια οδός που διέσχιζε ο εκάστοτε
σουλτάνος κάθε Παρασκευή για σχεδόν πεντακόσια χρόνια με την μεγαλοπρεπή πομπή
του πηγαίνοντας για προσκύνημα, σχεδιασμένη από τους Βυζαντινούς και γνωστή με
το όνομα Μέση Οδός για μια χιλιετία. Τετρακόσια χρόνια πριν, όταν δεν υπήρχαν
οι επιγραφές νέον και τα υπόλοιπα κτίσματα δεν ξεπερνούσαν σε ύψος τα λίγα
μέτρα από το έδαφος, όλες οι διηγήσεις των Ευρωπαίων περιηγητών, έχουν τον ίδιο
παρανομαστή στη θέα της Αγιά Σοφιάς των τεράστιων τζαμιών και του Τοπκαπί:
Σαστιμάρα και θάμβος Τον 19ο αιώνα που η παραπαίουσα πια Οθωμανική αυτοκρατορία έχανε τη μια επαρχία μετά
την άλλη, η απάντηση στην απορία «μα πού πήγε όλος αυτός ο πλούτος» ήταν «στην
κατασκευή τζαμιών». Η Κωσταντινούπολη σε καμία περίπτωση δεν ήταν η
μουσουλμανικότερη πόλη στον κόσμο, είχε όμως με διαφορά τα περισσότερα τζαμιά.
Το κόστος της ματαιοδοξίας των σουλτάνων αποδείχθηκε τελικά δυσβάσταχτο.
Καλωσήλθατε στο μεγάλο παζάρι (της Ανατολής)
Το ξενοδοχείο που έμενα λεγόταν Κυβέλη και από τη βεράντα
του μπορούσα να χαζεύω την Αγιά Σοφιά σε απόσταση αναπνοής. Δεν το είχα
επιλέξει γι' αυτό, έτυχε. Το Σουλταναχμέτ παραμένει μια παραδοσιακή ισλαμική
γειτονιά όπως τα τελευταία πεντακόσια χρόνια και αυτό με έκανε να απολαμβάνω
ακόμα περισσότερο τα εξαιρετικά ήσυχα βράδια του στη βεράντα. Ο ιδιόρρυθμος
ιδιοκτήτης του είχε εκατοντάδες πολύχρωμα παραδοσιακά φώτα-καντήλια που
κρέμονταν από τα ξύλινα ταβάνια σε όλα τα δωμάτια συμπεριλαμβανομένης της
ρεσεπσιόν και του λόμπι. Ο ίδιος ήταν ασορτί με αυτό το σκηνικό. Κυκλοφορούσε
μονίμως με πολύχρωμο σαλβάρι και δεν αποχωριζόταν ποτέ το επίσης πολύχρωμο
φουλάρι του. «Α, δε ξέρεις από τι μπελάδες με έχει γλιτώσει αυτό το look κάθε φορά που πηγαίνω
στο παζάρι για ψώνια. Κανείς δε μπορεί να καταλάβει από πού είμαι και έτσι δε
με ενοχλούνε» μου είπε. Το πιο φημισμένο παζάρι του κόσμου, αυτό της
Κωνσταντινούπολης, ένας χαοτικός λαβύρινθος από σοκάκια πολλών χιλιομέτρων με
δικά του τζαμιά, αστυνομικό τμήμα, τράπεζες και πλατείες, περιλαμβάνει πάνω από
4000 μαγαζιά. Οι μαγαζάτορες που διαλαλούν την πραμάτεια τους, σου δίνουν την
εντύπωση ότι μιλάνε όλες τις γλώσσες. Στην αρχή μου μιλούσαν ισπανικά, καμιά
φορά τους απαντούσα και γω ισπανικά για το χαβαλέ, αλλά με την ίδια άνεση
χειρίζονταν τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά ακόμα και τα ελληνικά.
«Μπατζανάκη, μπατζανάκη, έλα» φώναζαν σε όσους έπαιρναν γραμμή ότι είναι
Έλληνες. Και ξεκινούσε ένα νταραβέρι που διαρκούσε όση ώρα είχες στη διάθεσή
σου με έπαθλο όχι τόσο κοσμήματα, χαλιά, δερμάτινα, είδη παραδοσιακής ισλαμικής
τέχνης αλλά κυρίως το ποιός θα ρίξει ποιόν. «Εγώ τους πετάω ένα Μαγαδάσκαρ,
Μαγαδάσκαρ και ξεμπερδεύω» μου είπε ο εκκεντρικός μου φίλος. Και πράγματι πρέπει
να πήγαινε πολύ συχνά στο παζάρι γιατί μια μέρα πριν φύγω ανακάλυψα ένα
τεράστιο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για το άραγμά του, «το μουσείο μου» όπως
χαρακτηριστικά το έλεγε, με τόνους από παραδοσιακές φορεσιές, κιλίμια, μουσικά
όργανα, χειρόγραφα, διακοσμητικά, είδη τέχνης και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο
νους σας και έχει να κάνει με ανατολή. Κινούμενος με προσεχτικά ζιγκ ζαγκ στο
χώρο, έφτανες στον οντά που είχε στήσει. Φυσικά το κάπνισμα απαγορευόταν γιατί
μια κάφτρα σε αυτόν τον παραφορτωμένο χώρο θα ήταν αρκετή όχι για να απλά για
να χαθεί η πολύτιμη συλλογή του αλλά και ο απρόσεκτος μαζί της.
Μες της πόλης το χαμάμ
Λίγα μέτρα πιο πέρα από το ξενοδοχείο, μια ταμπέλα έξω από
το μαρμάρινο κτήριο του 18ου αιώνα διαδήλωνε:
«Τhe famous list of the 1,000 places you have to see before you die, by the New York Times». Μύριζε από μακριά
ξεδιάντροπη τουριστοπαγίδα αλλά είναι από εκείνες που δεν μπορείς να πεις όχι
αν και μπορείς να φανταστείς τι σε περιμένει. Και πράγματι μπαίνοντας στην
ομολογουμένως εντυπωσιακή θολωτή αίθουσα υποδοχής όπου όλοι σουλατσάρουν
τυλιγμένοι με μια πετσέτα, είναι από τα ελάχιστα μέρη στην Κωνσταντινούπολη που
σου ζητάνε να πληρώσεις σε ευρώ! Πήρα και γω τη δικιά μου και εισχώρησα στα
ενδότερα. Στην τεραστίων διαστάσεων κυκλική αίθουσα του ανδρικού τμήματος του
χαμάμ, δεν υπήρχε ίχνος άλλου υλικού πέρα από το ποτισμένο από τους καυτούς
υδρατμούς μάρμαρο, εξαιρουμένης της βαριάς ξύλινης πόρτας και των τσίγκινων
δοχείων για να ρίχνεις νερό στο κεφάλι σου σε μια αδιάκοπη πάλη με τη θερμοπληξία.
Αν η αίθουσα υποδοχής ήταν εντυπωσιακή, τούτη εδώ δύσκολα θα μπορούσε να
περιγραφεί με λόγια. Γύρω από το κεντρικό υπερυψωμένο χώρο όπου γινόταν το
μασάζ, αραγμένοι οκλαδόν οι υπόλοιποι περιμέναμε τη σειρά μας. Στις τέσσερις
γωνίες υπήρχαν προσκολλημένα μικρά δωματιάκια για ακόμα περισσότερη ζέστη και
ιδιωτικές συζητήσεις. Άλλωστε πέρα από την καθαριότητα, το χαμάμ ήταν ο
κατεξοχήν χώρος κοινωνικής συνεύρεσης και άρα μοιραία κουτσομπολιού. Ένας
ξεδοντιάρης ταλαίπωρος πενηντάρης που με ανέλαβε για μασάζ, απέτυχε πλήρως.
Μετά από ένα πεντάλεπτο όλο κι όλο μασάζ, η πλάτη μου υπέφερε από τους
βάναυσους αγκώνες του. Ξαπλωμένος πάνω στο καυτό μάρμαρο δέχτηκα τις
υποτιθέμενες περιποιήσεις του τις οποίες προσέφερε με ένα στυλ: «Εγώ κάνω
κουμάντο τώρα και εσύ είσαι στο έλεος μου.» Το βλέμμα του δεν το υπονοούσε, το
έλεγε ξεκάθαρα, «Είσαι ο υποτακτικός μου.» Αυτή η εσάνς γενικότερα πλανάται
στην ατμόσφαιρα από την πλευρά των μασέρ προς τους πελάτες. Η ομοφυλοφιλία ήταν
κάτι πολύ διαδεδομένο στην οθωμανική αυτοκρατορία. Άλλωστε στους δρόμους της
Κωνσταντινούπολης βλέπεις με μεγαλύτερη συχνότητα τους άντρες να περπατάνε
αγκαλιασμένοι απ' ότι βλέπεις τις φίλες να περπατάνε στην Αθήνα χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι υπάρχει σεξουαλική σχέση μεταξύ τους. Είναι κάτι που μέχρι σε έναν
βαθμό ισχύει και σε μας. Η πλάτη μου ταλαιπωρήθηκε σε τέτοιο βαθμό από το
άγαρμπο μασάζ του τύπου που ευχόμουν να συναντήσω μπροστά μου τον ιδιοκτήτη του
χαμάμ για να τον λούσω με κοσμητικά επίθετα. Τότε βέβαια αγνοούσα ακόμα ότι σε
λίγα λεπτά έμελλε να τον γνωρίσω!
Εξαιρετικά εκνευρισμένος, καθόμουν παρέα με τα υπόλοιπα
παιδιά στην πανέμορφη εσωτερική αυλή του χαμάμ για ένα τούρκικο καφεδάκι όταν
ένας ψιλόλιγνος ηλικιωμένος κύριος με ευγενικά γαλάζια μάτια μας πλησίασε και
μας πέταξε μερικές ατάκες στα ελληνικά πριν χαθεί πίσω από μια πόρτα. Δεν
μπόρεσα να μην τον ακολουθήσω για να του πιάσω κουβέντα. Οι υποψίες μου
επιβεβαιώθηκαν. Είναι Έλληνας γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, ο καπετάν
Ιορδάνης Ξεκινήσαμε μια πυρετώδη
κουβέντα η οποία μάλλον έμοιαζε με ανάκριση με ένα στον άχαρο ρόλο εκείνου που
κρατάει το πορτατίφ στο πρόσωπο του άλλου. Καθισμένος δίπλα στο τζάκι ρουφούσα
μαζί με το κονιάκ τις ιστορίες του από την Πόλη. Δίπλα μας, καθισμένος με όλη
τη μεγαλοπρέπεια της βαριάς ανατολίτικης ραστώνης, ο κολλητός του καπετάν
Ιορδάνη, ο «χαχαμτζής»! Τελικά η επιθυμία μου έδειχνε να γίνεται
πραγματικότητα. Αντί όμως να του πω για το δικό μου πόνο, άκουσα το δικό του.
Μόλις μας είδε να μιλάμε, πέταξε κάτι στον καπετάνιο. «Λέει για την πρώην γυναίκα
του που ήταν Ελληνίδα. Μακριά, Μακριά.». Χαλάλι εφέντη, σκεφτόμουν ενώ εκείνος
έκανε τη χαρακτηριστική παλινδρομική κίνηση κουνώντας με την άκρη του χεριού
του την μπλούζα του μπρος πίσω επαναλαμβάνοντας: «Αμάν, αμάν»...
Τουμπεκί ψιλοκομμένο μέσα στο ναργιλέ
Αναντίρρητα αληθινή όαση στην πόλη των δεκαπέντε εκατομμυρίων είναι οι
παραδοσιακοί της καφενέδες. Όπως εκείνος που ανακαλύψαμε σε μια ανύποπτη εσοχή
της κεντρικής οδού Ντιβάν Γιολού στην παλιά πόλη. Κοιτώντας το στενοσόκακο απ'
έξω, τίποτα δεν προϊδέαζε για τον παράδεισο που έκρυβε στο βάθος του. Στη δεξιά
πλευρά του αψιδωτού διαδρόμου που οδηγούσε στην υπαίθρια αυλή του καφενέ, μπορούσες να δεις τις ψηλές μακρόστενες
πλάκες ενός τυπικού οθωμανικού νεκροταφείου ατάκτως τοποθετημένες. Γύρω από ένα
κεντρικό κιόσκι που έμοιαζε να υπάρχει εκεί από πάντα, ήταν αραγμένοι στους
σοφάδες της αυλής αρκετοί μεσήλικες Τούρκοι με τα τσιμπούκια του ναργιλέ στο
στόμα και ελάχιστοι τουρίστες. Σε λίγο είχαμε και μεις ακουμπισμένο στο τραπέζι
μας το δικό μας ναργιλέ.
Χαλαρωμένος από το ναργιλέ και από τον ήλιο σκεφτόμουν τις
ιστορίες που μου διηγούταν χθες ο Καπετάν Ιορδάνης. Αν μια πόλη ήταν πραγματικά
πολυπολιτισμική, ανεκτική και ελεύθερη έναντι των κατοίκων της, αυτή ήταν η
Κωνσταντινούπολη στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και όλα αυτά
οφείλονται στη σοφή απόφαση του Μωάμεθ του Πορθητή, ο οποίος, ως πραγματικός
κοσμπολίτης, συνειδητοποίησε ότι για να
χτίσει την πρωτεύουσα μιας μεγάλης αυτοκρατορίας θα έπρεπε να στηριχθεί στις
δημιουργικές δυνάμεις όλων των εθνοτήτων της επικράτειάς του. Η
Κωνσταντινούπολη ήταν η ευημερούσα πόλη των εβδομήντα δύομιση εθνοτήτων -οι τσιγγάνοι θεωρούταν μισή εθνότητα- όπου
όλες συνυπήρχαν αρμονικά συνεργαζόμενες προς όφελός τους υπό την σκέπη και την
προστασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέχρι και τα μέσα του 19ουαιώνα ο όρος Τούρκος χαρακτήριζε για τους αμόρφωτους χωριάτες της ανατολής και
ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για τους Κωνσταντινουπολίτες. Αυτό το μοντέλο
λειτούργησε για σχεδόν τετρακόσια χρόνια και στην επιτυχία του οφείλεται το
γεγονός ότι οι Έλληνες π.χ. δεν επαναστάτησαν νωρίτερα. Οι μορφωμένοι Έλληνες
συγκαταλέγονταν μεταξύ των λιγοστών κατοίκων της Κωνσταντινούπολης που γνώριζαν
τόσο την οθωμανική όσο και τις δυτικές γλώσσες. Έτσι αρκετά συχνά οι σουλτάνοι
τους εμπιστεύονταν την εξαιρετικά υψηλή και κρίσιμη θέση του Μέγα Δραγουμάνου
?μεταφραστή δηλαδή- στις κρίσιμες και συχνές διαπραγματεύσεις τους με τη Ρωσία,
τη Γαλλία, την Αγγλία, τη δυναστεία των Αψβούργων κ.α. Πάρα πολλοί Έλληνες
διατέλεσαν Πασάδες, ακόμα και μεγάλοι Βεζίρηδες, «τρέχοντας» με τις εξαιρετικές
ικανότητές τους, το τεράστιο «μαγαζί» της μεγαλύτερης τότε αυτοκρατορίας του
κόσμου που περιλάμβανε το ένα τέταρτο της Ευρώπης, τη Μ. Ασία, την Αραβία, τον
Καύκασο, τη Βόρεια Αφρική. Όλες οι υψηλόβαθμες θέσεις καταλαμβάνονταν από τους
γενίτσαρους, χριστιανών δηλαδή από τα Βαλκάνια που είχαν αποσπαστεί σε μικρή
ηλικία μέσω του ντεβσιρμέ (παιδομαζώματος). Και μπορεί αρκετές μανάδες να
σπάραζαν στο κλάμα όταν αποχωρίζονταν τα πιτσιρίκια τους, εντούτοις δεν μπορεί
να παραγνωριστεί το γεγονός ότι εκείνα πήγαιναν στην πιο πλούσια αυλή του
κόσμου, στο πλευρό του σουλτάνου για να αναλάβουν τελικά υψηλά αξιώματα και να
ζήσουν μέσα σε μια απίστευτη χλιδή που ούτε θα μπορούσαν να διανοηθούν στα
χωριά της επαρχίας που άφηναν πίσω τους. Το μέλλον των ίδιων και των
οικογενειών που άφηναν πίσω τους θεωρούταν πλέον εξασφαλισμένο με τις
προσβάσεις που αποκτούσαν στο παλάτι. Ήταν μάλιστα όταν διακόπηκε το
παιδομάζωμα και επιτράπηκε και στους μουσουλμάνους να εισχωρούν στους
γενίτσαρους που άρχισε η παρακμή της αυτοκρατορίας. Ακόμα και λίγο πριν την
πτώση του τελευταίου σουλτάνου και την μετατροπή από αυτοκρατορία σε κοσμικό
κράτος, οι Έλληνες φαναριώτες τραπεζίτες ήταν εκείνοι που στην ουσία έλεγχαν τα
οικονομικά της. Και οι περισσότεροι εκ των οποίων βέβαια δεν ήταν και οι πιο
ένθερμοι υποστηριχτές της ελληνικής επανάστασης. Διακεκριμένοι Έλληνες όπως
οι Μαυροκορδάτοι, οι Καντακουζηνοί και άλλες φαναριώτικες οικογένειες, θα είχαν
θεωρήσει εντελώς ανόητη την επικρατούσα άποψη του εικοστού αιώνα πως «κανείς
δεν μπορεί να έχει δύο πατρίδες.» Αντί να θεωρούν τον εαυτό τους δέσμιο μιας
ταυτότητας, πρόβαλλαν με έμφαση εκείνη -την οθωμανική, την ελληνική, τη
βλάχικη- που τους φαινόταν χρησιμότερη στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όπως
και άλλοι μορφωμένοι Ευρωπαίοι θεωρούσαν την εθνικότητα ως μέσο σταδιοδρομίας
και όχι ως σκοπό της ύπαρξής τους. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στα τέλη του 17ουαιώνα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τετραπλός πράκτορας που δούλευε ταυτόχρονα για
το λογαριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της
Γαλλίας.*
Αυτά όμως δεν
πρόκειται ποτέ να τα διαβάσετε σε κανένα βιβλίο της ΣΤ Δημοτικού!
Istanbul Funk
Η τύχη τα κανόνισε έτσι ώστε να γνωρίσουμε τον Χακάν, έναν
τριανταπεντάρη γιατρό και jazzραδιοφωνικό παραγωγό ο οποίος στάθηκε ο «από μέσα άνθρωπος» για να γνωρίσουμε
τη σύγχρονη πλευρά της Πόλης με γαστρονομικές βόλτες και βραδινές εξορμήσεις.
Όπως και κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Γαλατάς και το Πέρα
είναι ακόμα οι συνοικίες που παίζεται όλο το «αμαρτωλό» σκηνικό σε αντίθεση με
τις ευσεβείς παραδοσιακές ισλαμικές γειτονιές απέναντι όπου κυριαρχεί η φτώχια.
Για την υπέροχη -και τόσο οικεία σε μας- κουζίνα της Πόλης δε θα με έφταναν οι
σελίδες ενός ολόκληρου τεύχους για να σας τα περιγράψω. Μπορούσες να γευτείς
πραγματικά θεσπέσιο φαγητό από τα τοπικά παραδοσιακά λοκάντασι με τρία ευρώ στα
οποία δε σερβίρεται καν αλκοόλ, και σε υπέροχα μεζεδοπωλεία με τιμές
ευρωπαϊκές. Στα μπαρ, πέρα από τους τουρίστες, συναντούσες λίγους Τούρκος αφού
οι μισθοί είναι οι μισοί από εδώ και οι τιμές -που εκτινάχθηκαν τα τελευταία
χρόνια- είναι στα επίπεδα που ήταν οι δικές μας ακριβώς πριν την εισαγωγή του
ευρώ. Στην Κωνσταντινούπολη μεσαία τάξη δεν υπάρχει, πόσο περισσότερο στην
υπόλοιπη Τουρκία. Ή έχεις λεφτά -πολλά-, ή δεν έχεις σχεδόν τίποτα. Η
προβληματική αυτή κατάσταση είναι η βασική αιτία του ελλείμματος δημοκρατίας
στη σύγχρονη Τουρκία. Η διαφθορά του κράτους μαστίζει την οικονομική ζωή σε όλα
τα επίπεδα. Και ο πρώην δήμαρχος της Πόλης, νυν πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν
ακροβατεί ανάμεσα στις ελπίδες που έχουν στηρίξει πάνω του τα φτωχά λαϊκά
στρώματα που, όπως παντού, είναι εκείνα που προσεύχονται και στα παλαιό
στρατιωτικό κατεστημένο που λυμαίνεται τον πλούτο της χώρας πίσω από το
πανταχού παρόν πορτρέτο του Κεμάλ Ατατούρκ.
*Το μεγαλύτερο μέρος για την ιστορία της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας και τον ρόλο των Ελλήνων σε αυτή έχουν αντληθεί από το υπέροχο
βιβλίο «Κωνσταντινούπολη, η περιπόθητη πόλη 1453-1924», του Philip Mansel, από την περίφημη
σειρά ιστορίας των εκδόσεων Οδυσσέας.