


Εργαστήριο στο Μεταξουργείο, γραφείο στη πλατεία Βάθη. Ένας σύντοµος κάθετος άξονας τα ενώνει που µοιάζει σαν το θερµόµετρο µπηγµένο στη γαλοπούλα. Μέσα στα χρόνια έδειξε τη θερµοκρασία της τροφαντής πόλης να ανεβαίνει. Και µαζί να µεταλλάσσεται.
Κακοήθη καρκινώµατα, πυώδη εκζέµατα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Στο
δρόµο. Στην αρχή τζάνκια, µετά προστέθηκαν µετανάστες, αργότερα προστέθηκαν άστεγοι.
Μια φρικώδης πασαρέλα-χορογραφία από συσπασµένα κορµιά, ζωντανοί νεκροί, µε κουρελιασµένα
ρούχα και τυµπανισµένα άκρα. Αυτοί που περισσεύουν. Και όπως µε αποστροφή πετάµε
τα αποφάγια έτσι αποστρεφόµαστε αυτούς που έχουµε µισοφάει. Οι ελληνικές σηµαίες
στην Αχαρνών άρχισαν να πληθαίνουν, η ψιλικατζού µου και ο προπατζής στο ισόγειο
θέλουν να τους εξαφανίσουν, να τους κρεµάσουν, η γιαγιά τους πετάει κουβάδες όταν
κατουράνε στο στενάκι, οι τροχοµπάτσοι φέρουν τη κουκουλωµένη τους δίτροχη βαρβατίλα
πάνω κάτω και δεν τους καίγεται καρφί, άλλοι θα καθαρίσουν. Τα µαχαίρια έλαµψαν,
κάποιοι δύσκολοι λεκέδες καθαρίστηκαν νωρίς. Η Χρυσή Αυγή περιπολεί σε αυτά τα στενά
την εθνική µας περηφάνια.
Στη µέση βρίσκεται
το φρούριο του Εθνικού Θεάτρου.
Προµαχώνας πνεύµατος
ή αστικού καθωσπρεπισµού; Και τα δύο.
Καταφύγιο στη
Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών περιβάλλεται από κορµιά που σέρνονται. Άµαξες ξεφορτώνουν
τους θεατές νύχτα, γρήγορα, γρήγορα και γρήγορα τους παίρνουν µόλις τελειώσει η
παράσταση. Και µόλις κλείσουν τα φώτα παραµένει εκεί, όρθιος, σκοτεινός όγκος, πεισµατικά
φυτεµένος στο κέντρο του ζόφου. Μαύρη τρύπα που σε ρουφάει από το σκληρό εδώ και
τώρα και σε πηγαίνει στη χώρα του Ποτέ.
Ανεβαίνοντας
αυτό τον άξονα και τα γύρω του στενά συχνά ντυµένος για τίποτα εγκαίνια, άλλοτε
κουβαλώντας, σχέδια στα χέρια ή στο µυαλό, φορτωµένος µε µηχανήµατα, πάνοπλος µε
γκάτζετ, έµπλεος του δηµιουργικού µου οίστρου και της αυτάρεσκης καλλιτεχνικής φουσκωσιάς,
έπεφτα ξανά και ξανά πάνω τους. Χρόνια έλεγα αυνανιστικά πως η τέχνη πρέπει να ξεκινάει
από το πεζοδρόµιο και όχι από τα σαλόνια και να που τώρα το πεζοδρόµιο έχει βγάλει
πόδια, κουβέρτες, φασκιωµένα κορµιά, σαλεύει και φτύνει όταν περνάει ο καλλιτέχνης.
Με χλευάζει και µου λέει πως είναι δικό µου παιδί και άδικα αποστρέφω τα µάτια.
Η γάγγραινα είναι στο δικό µου καλοπαπουτσωµένο άκρο και όχι στου πιτσιρικά µε το
τουµπανιασµένο πόδι µε τη σύριγγα.
Όταν µου πρότειναν
να κάνω κάτι στο Εθνικό, ήξερα πως θα έκανα κάτι σε σχέση µε το έργο που παιζόταν
εκεί και µάλιστα όχι µέσα στη σκηνή αλλά γύρω, στους διαδρόµους, στο φουαγιέ, στο
κυλικείο και έξω στο πεζοδρόµιο και γύρω στους δρόµους.
Φύτεψα τον εαυτό
µου άστεγο µέσα στις κυρίες µε τις γούνες, τις µανάδες µε τα παιδιά, τα κορίτσια
της σχολικής εκδροµής µε τα µίνι, τα χαχανητά και την κάθαρση της τέχνης.
Ένας λόξιγκας παράταιρος και τίποτα παραπάνω. Έτσι έγινε η δράση Αόρατος. Δεν το είπα σε κανένα, κανένας δε µε αναγνώρισε ακόµα και φίλοι που έβγαιναν χαρούµενοι από την παράσταση. Κάποιο παιδί ρώτησε τι κάνει εδώ µαµά αυτός, κι εκείνη του είπε: κρύωνε και µπήκε να ζεσταθεί. Το παιδί µε είδε, δεν ήµουν αόρατος.