

Debate. Μένω ή Φεύγω

Η πιο μεγάλη ώρα
Εδώ ή αλλού; Μπροστά ή πίσω; Αισιοδοξία ή απογοήτευση; Εντέλει, µένω ή φεύγω από την Ελλάδα; Τον τελευταίο ένα χρόνο δεν υπάρχει νέος που να µην έχει µείνει ξάγρυπνος µε αυτά τα ερωτήµατα.
Με αφορµή το επίκαιρο αυτό δίληµµα διοργανώθηκε πρόσφατα ένα ενδιαφέρον debate όπου έξι οµιλητές επιχειρηµατολόγησαν, τρεις υπέρ του Μένω και τρεις υπέρ του Φεύγω. H διοργάνωση του debate έγινε στις 6/7 από την αστική µη κερδοσκοπική Intelligence Squared Greece, www.iq2.gr στo «ΘΕΑΤΡΟΝ» του Κέντρου Πολιτισµού ‘Ελληνικός Κόσµος’.
Το πλαίσιο του debate από τους διοργανωτές:«Οι νέοι που αναζητούν επαγγελµατική ανέλιξη, διανοητική εξέλιξη και βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, αντιµετωπίζουν το δίληµµα της αναζήτησης ενός καλύτερου µέλλοντος εκτός των ελληνικών συνόρων. Έχει έρθει πράγµατι η στιγµή να αποδηµήσουµε αναζητώντας ένα καλύτερο µέλλον ή είναι η κρίση µια µεγάλη ευκαιρία από την οποία θα κερδίσουν όσοι µείνουν εδώ; Είναι ‘έξω’ καλύτερα; Και αν είναι, θα τα καταφέρουµε εµείς καλύτερα; Μήπως η φυγή είναι η εύκολη λύση;»
Πριν την έναρξη της συζήτησης, ο πανεπιστηµιακός Λόης Λαµπριανίδης παρουσίασε την αποκαλυπτική έρευνά του για το φαινόµενο του Brain Drain.
Βάσει της έρευνας, το 84 % των Ελλήνων που έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό δεν έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα. Από αυτούς, το 73% έχει µεταπτυχιακό τίτλο, ενώ το 51% έχει και διδακτορικό.Οι Έλληνες πτυχιούχοι επιλέγουν να µην επιστρέψουν διότι στην Ελλάδα οι αµοιβές είναι χαµηλότερες από ό,τι είναι στο εξωτερικό και δεν αυξάνονται µε τον αριθµό πτυχίων. Αναλυτικότερα, στην πλειοψηφία τους (60%) οι πτυχιούχοι από µεγάλα πανεπιστήµια του εξωτερικού, προτού πάρουν την απόφαση να παραµείνουν και να εργαστούν στο εξωτερικό, δεν αναζήτησαν καν δουλειά στην Ελλάδα!
Το Υποβρύχιο έδωσε το παρών και σας µεταφέρει µέσω των εισηγήσεων δύο οµιλητών µερικά από τα επιχειρήµατα τόσο της µιας όσο και της άλλης πλευράς
ΦΕΥΓΩ. Η ενοχή της φυγής – η ηδονή του απόπλου
Του Γρηγόρη Φαρµάκη*
Aκούω συχνά να αναλύουν τη διαρροή επιστηµόνων, ουσιαστικά υπό το πρίσµα της απώλειας ανθρώπινων πόρων για την οικονοµία. Με ενοχλούσαν πάντα οι λέξεις «ανθρώπινοι πόροι». Υπονοούν ότι οι άνθρωποι είναι κάτι σαν τα αποθέµατα φυσικών πόρων: όσοι δεν θα χρησιµοποιηθούν σήµερα θα εξακολουθούν να είναι διαθέσιµοι αύριο. Αυτό, όµως, δεν ισχύει για το ταλέντο και τη δηµιουργικότητα των ανθρώπων. Όση δηµιουργικότητα δεν αξιοποιήσουµε σήµερα, γιατί ένας άνθρωπος είναι άνεργος ή γιατί σπαταλιέται σε µία δουλειά ανάξιά του, είναι χαµένη οριστικά, άπαξ και διά παντός, και γι’ αυτόν και για µας. Δεν µπορούµε να αποθηκεύσουµε τα σπαταληµένα χρόνια ανεργίας ή και απλώς µιας µίζερης δουλειάς, για να τα ξοδέψουµε όταν θα έρθουν καλύτερες µέρες. Ακόµα χειρότερα: εδώ δεν πρόκειται µόνο για χαµένο οικονοµικό προϊόν. Πρόκειται για τη χαµένη ενέργεια της καταξίωσης, της προσωπικής εν τέλει ολοκλήρωσης που χαρίζει ένας άνθρωπος στην κοινωνία γύρω του. Αν δεν µπορούµε να την έχουµε εδώ, είναι κρίµα να τη στερηθούµε και εκεί.
Άλλωστε, η ανθρωπότητα προόδευε ακριβώς όταν οι άνθρωποι (και µαζί τους οι ιδέες) ταξίδευαν ελεύθερα και έφευγαν αενάως για εκεί όπου µπορούσαν να προσφέρουν περισσότερο. Με ανταµοιβή το να ζουν καλύτερα. Το να το εµποδίζεις µε σύνορα, νόµους ή συναισθηµατικές ενοχές είναι παρά φύσει.
Έτσι, το δίληµµα «φεύγω ή µένω πίσω», όταν στον προορισµό του «φεύγω» µας περιµένει η δική µας προσωπική προσδοκία δηµιουργίας, ενώ στην αφετηρία του αφήνουµε πίσω ευκαιρίες χαµένες, είναι ουσιαστικά χωρίς νόηµα. Όποιος έχει λόγους να φύγει το ξέρει καλά. Καµιά αντιπαράθεση επιχειρηµάτων δεν θα τον βοηθήσει ουσιαστικά να ζυγίσει και να αποφασίσει. Γιατί τελικά το πρόβληµα δεν είναι το «φεύγω».
Όµως πρόβληµα είναι το ότι το αντιµετωπίζουµε ως πρόβληµα εµείς οι ίδιοι. Η ελληνική κοινωνία αντιµετωπίζει µε δέος, συναισθηµατισµό και συµβολισµούς δεκαετίας 1960 αυτό που ονοµάζει «φυγή» – ενώ δεν είναι παρά απόπλους. Προσπαθώντας να καταλάβει, δεν µπορεί να αυτοεπιβεβαιωθεί παρά µόνο πείθοντας τον εαυτό της ότι όσοι φεύγουν δεν µπορεί να το κάνουν παρά µόνο υπό το καθεστώς ακραίου καταναγκασµού – και όχι ελεύθερης επιλογής. Και σε αυτήν τη διαδικασία τούς προσάπτει την ενοχή της φυγής. Και αναπόφευκτα επιστρατεύει έναν σιωπηλό αλλά ιδιοτελή συναισθηµατικό εκβιασµό. Μία κοινωνία που µε ευκολία στέλνει τα παιδιά της να σπουδάσουν σε άλλες χώρες τροµάζει στην ιδέα ότι αυτά τα ίδια παιδιά θα φύγουν για λίγα χρόνια να προκόψουν αλλού. Ίσως γιατί, µέσα στην εσωστρέφειά της, δεν πήρε χαµπάρι ότι τώρα τελευταία ούτε οι δουλειές ούτε οι πατρίδες είναι παντοτινές.
Μήπως, όµως, θρηνώντας την ούτως ή άλλως αναπόφευκτη φυγή ακυρώνουµε κοντόφθαλµα ό,τι έχουµε να κερδίσουµε από αυτήν; Την ευκαιρία το drain να το κάνουµε gain;
Κατ’ αρχήν πρακτικά: κάθε άνθρωπός µας που δουλεύει έξω από τα σύνορα ή που στήνει εκεί µία επιχείρηση ή ένα εργαστήριο σε ένα πανεπιστήµιο είναι µία ακόµη πιθανότητα να στηθεί µία ακόµα συνεργασία µε µία άλλη επιχείρηση εδώ, να βρει διέξοδο και πόρους µία ακόµη καλή ιδέα, να προωθηθεί στην πράξη µία ακόµα καινοτοµία που θα µαράζωνε εδώ. Όλες αυτές οι µικρές καθηµερινές πιθανότητες µαζί δηµιουργούν ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα µε αυτόν τον άναρχο, απρόβλεπτο τρόπο που µόνο η αγορά ξέρει.
Έπειτα, επειδή κάθε άνθρωπός µας που προκόβει έξω από τα σύνορα θα είναι και µία ακόµη επένδυση στο χαµένο συµβολικό µας κεφάλαιο, στην τραυµατισµένη εικόνα µας, στο brand που χρειαζόµαστε για να ξανακερδίσουµε την εµπιστοσύνη της οικουµένης, να ξαναρχίσουµε να κάνουµε δουλειές µαζί της. Όλοι αυτοί µαζί, χωρίς να το συνειδητοποιούν κι οι ίδιοι, θα είναι πολύ πιο αποτελεσµατικοί από οποιαδήποτε καµπάνια προώθησης οποιουδήποτε υπουργείου.
Αλλά και γιατί κάθε άνθρωπός µας που ζει έξω από τα σύνορα, σε κοινωνίες καλύτερες, µπορεί –πολύ πριν γυρίσει πίσω, ή ακόµα και αν δεν γυρίσει ποτέ– να γίνει ένα ακόµα κανάλι νέων ιδεών και καθηµερινών καλών πρακτικών. Όλοι µαζί, κρατώντας µε τα νέα υπέροχα µέσα, την καθηµερινή και ουσιαστική επαφή τους µε τη δική τους Ελλάδα, συµµετέχοντας ενεργά ακόµα και από απόσταση στο ελληνικό γίγνεσθαι, θα φέρνουν –φέρνουν, άλλωστε, ήδη– λίγο λίγο, κάθε µέρα, τον «άλλο τρόπο» που χρειαζόµαστε να εισάγουµε επειγόντως. Όπως οι υπέροχοι Έλληνες του εξωτερικού που βλέπω κάθε µέρα στο twitter.
Αν το πρόβληµά µας ήταν ότι µας έλειπε η επιστηµονική γνώση και η εξειδίκευση, τότε ναι, κάθε άξιος και ικανός που θα έφευγε θα ήταν και µια απώλεια ανθρώπινων πόρων. Ξεχνάµε, όµως, ότι ο λόγος που φτάσαµε εδώ ήταν η επαρχιώτικη εσωστρέφειά µας. Εσωστρέφεια κοινωνική, που έγινε εσωστρέφεια πολιτική, και εν τέλει οικονοµική και επιχειρηµατική. Η λύση του προβλήµατος θα είναι το να ξανοιχτούµε –µε ελληνική απερισκεψία, χωρίς να το ζυγίζουµε– στην οικουµένη.
* Ο Γρηγόρης Φαρµάκης είναι επιχειρηµατίας, δ/νων σύµβουλος της εταιρείας στατιστικής έρευνας και πληροφορικής Agilis SA.
MENΩ. Σκατζόχοιροι, αλεπούδες και στοιχήµατα
Του Κυριάκου Πιερρακάκη*
Το δίληµµα φεύγω ή µένω είναι αυστηρά προσωπικό – και η απόφαση ατοµική και ίσως οικογενειακή. Το πραγµατικό δίληµµα δεν έχει τόσο βραχυπρόθεσµη όσο µακροπρόθεσµη διάσταση. Είναι αυτονόητα θετική η συσσώρευση προσόντων, εµπειριών και παραστάσεων σε άλλες χώρες. Το ουσιαστικό ζήτηµα εστιάζεται στο κατά πόσον κάποιος θα περάσει το µεγαλύτερο µέρος της παραγωγικής του ζωής του εδώ και στο αν θα κάνει οικογένεια στην Ελλάδα.
Η απόφαση δοµείται µέσα από τις συγκριτικές ευκαιρίες που παρουσιάζονται σε έναν νέο επιστήµονα (όπως σκιαγραφούνται µέσα από τα προσόντα και το χαρακτήρα του), οι οποίες έπειτα εξετάζονται µέσα από ένα πρίσµα προσωπικών προτιµήσεων.
Σε ό,τι αφορά τις ευκαιρίες, είναι λάθος να συγκρίνουµε τη δύσκολη πραγµατικότητα του «εδώ» µε µια ιδεατή του «έξω». Τα πράγµατα δεν είναι αυτονόητα καλύτερα σε άλλες χώρες του δυτικού κόσµου.
Η Ισπανία παρουσιάζει χαµηλότερες επιδόσεις στην ανεργία νέων από την Ελλάδα, ενώ µε ελάχιστες εξαιρέσεις (Γερµανία, Αυστρία) το ποσοστό είναι παντού διψήφιο. Ταυτόχρονα, στους αποφοίτους της τελευταίας πενταετίας στις ΗΠΑ µόλις το 53% απορροφήθηκε σε θέσεις πλήρους απασχόλησης, µε µισθούς κατά 10% χαµηλότερους σε σχέση µε τα προ κρίσης επίπεδα, ενώ το 60% έκανε χρήση προσωπικών γνωριµιών στην όλη διαδικασία αναζήτησης εργασίας.
Όλα αυτά, µαζί µε την καταγραφή ότι αγορές όπως το Λονδίνο παρουσιάζονται κορεσµένες για έναν νέο απόφοιτο, συνθέτουν ένα µωσαϊκό δυσκολιών πολύ πιο περίπλοκο από την εξιδανικευµένη του διάσταση. Αυτό, φυσικά, δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι δυσκολίες εδώ είναι κατά µέσον όρο µεγαλύτερες. Παρ' όλα αυτά, η «δηµιουργική καταστροφή» που βιώνουµε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια περιέχει σπόρους προόδου. Το ελληνικό ανθρώπινο κεφάλαιο –τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό– είναι αξιωµατικά πλούσιο. Επίσης, όροι όπως startups, spinoffs, venture capital, angel funds, seed capital, incubators δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιό µας 5 χρόνια πίσω. Η επιχειρηµατικότητα σταδιακά απενοχοποιείται και η καινοτοµία γίνεται αυξανόµενα ο αυτονόητος στόχος των επίδοξων νέων επιχειρηµατιών. Τέλος, δραστηριότητες όπως οι Atenistas ή άλλες παρεµβάσεις στο περιβάλλον και τον πολιτισµό αναπτύσσουν το ελλιπές κοινωνικό κεφάλαιο της χώρας, τόσο επειδή δοµούν σχέσεις εµπιστοσύνης ανάµεσα στους πολίτες όσο και επειδή εκφράζουν µια νέα κουλτούρα ευθύνης απέναντι στον τόπο και τα προβλήµατά του.
Οι ευκαιρίες, όµως, δεν υφίστανται εν κενώ. Τις βλέπουµε µέσα από το ατοµικό πρίσµα του τι µας ικανοποιεί, του τι µας κάνει «ευτυχισµένους». Η ευτυχία δεν είναι µόνο επαγγελµατική και οικονοµική ολοκλήρωση – είναι και συναισθηµατική ολοκλήρωση, είναι και ποιότητα ζωής. Η εµπειρική παρατήρηση είναι ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους οι νέοι Έλληνες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό επιθυµούν την επιστροφή τους στην Ελλάδα, επειδή τους νοηµατοδοτεί το να βρίσκονται κοντά µε τις οικογένειές και τους φίλους τους, στον τόπο όπου µεγάλωσαν και έµαθαν να αγαπούν.
Το ότι το ερώτηµα είναι ατοµικό φυσικά ορίζει και διαφορετικά µοντέλα απόφασης. Οι «σκαντζόχοιροι» (δηλαδή εκείνοι που έχουν υπερεξειδικευµένα προσόντα και µια αίσθηση σκοπού σε αυτά) που δεν βρίσκουν απορρόφηση στην Ελλάδα, αυτονόητα θα προτιµήσουν το «φεύγω», ενώ οι «αλεπούδες» (δηλαδή άτοµα µε πιο ευέλικτα προσόντα και προτιµήσεις) µπορούν να διαπρέψουν και στη χώρα µας, αρκεί να υπάρχει διάθεση ευελιξίας και εργατικότητας. Πώς µπορείς να διαπρέψεις στην Ελλάδα; Δυο απαντήσεις είναι το «φεύγω για να µείνω» και το «µένω για να φύγω». Το πρώτο είναι σαφές: συσσώρευση προσόντων στο εξωτερικό και µεταγενέστερη επιστροφή µε µεγαλύτερες πιθανότητες απορρόφησης στην εγχώρια αγορά. Το δεύτερο εστιάζει στην παρατήρηση ότι όσο η εγχώρια αγορά συρρικνώνεται τόσο θα πρέπει να στραφούµε σε εξαγώγιµα προϊόντα και δραστηριότητες. Η στροφή στις εξαγωγές αυτονόητα περιλαµβάνει ένα σύνολο πιο καινοτόµων προϊόντων, κάτι το οποίο συνήθως συνεπάγεται και την απορρόφηση εξειδικευµένου επιστηµονικού προσωπικού. Σε γενικές γραµµές, ο κάθε νέος τα επόµενα χρόνια θα κληθεί να φέρει έναν απαιτούµενο «συντελεστή εξωστρέφειας» σε επίπεδο προσόντων, δραστηριοτήτων και κοινωνικών δικτύων.
Φυσικά υπάρχουν και τα στοιχήµατα. Το πρώτο είναι να ξεφύγουµε από την «κουλτούρα µηδενικού αθροίσµατος» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, η οποία περιέχει µια πολωτική «ασπρόµαυρη» περιγραφή γεγονότων και ιδεών. Παρά την «καταστροφική» διάσταση της συρρίκνωσης πόρων και εισοδηµάτων υπάρχει η δηµιουργική διάσταση των υγιών βηµάτων πρός τα εµπρός – τα οποία δεν συµβαίνουν τόσο επειδή κάποιος τρίτος το απαιτεί όσο επειδή αλλάζουµε εµείς οι ίδιοι, αποκτώντας µια πιο υπεύθυνη στάση απέναντι στα προβλήµατα, στον τόπο µας και στις ευθύνες µας.
Όλα αυτά µε κάνουν να υποστηρίζω ένα «γκρίζο µένω». Ένα «µένω» που δεν αφορά όλους, αλλά τους περισσότερους. Ένα «µένω» όχι κάθετο, αλλά µε µοντέλα τύπου «φεύγω για να µείνω» και «µένω για να φύγω» και το οποίο έχει ως κεντρική συνιστώσα µια κουλτούρα ευθύνης απέναντι στον τόπο, στις οικογένειές µας, στους συµπολίτες µας και εν τέλει απέναντι στον ίδιο µας τον εαυτό.
Σε όσους φαντάζει παράλογος αυτός ο ισχυρισµός, ανταπαντώ δανειζόµενος τα λόγια του George Bernard Shaw: «Ο ορθολογικός άνθρωπος προσαρµόζει τον εαυτό του στον κόσµο. Ο µη ορθολογικός άνθρωπος επιµένει να προσαρµόζει τον κόσµο στον εαυτό του. Συνεπώς, όλη η πρόοδος εξαρτάται από τον µη ορθολογικό άνθρωπο». Είναι, κατ’ εµέ, εκείνοι οι φαινοµενικά «µη ορθολογικοί» που θα ρισκάρουν επενδύοντας στην Ελλάδα, οι οποίοι θα αποδειχτούν και οι αυριανοί της πρωταγωνιστές.
* Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι τέως πρόεδρος του Ινστιτούτου Νεολαίας, υποψήφιος διδάκτορας στο τµήµα Πολιτικών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστηµίου της Οξφόρδης