Το τζαζ ερημονήσι
Του Λεωνίδα Αντωνόπουλου
Share |

Ένα από τα λάθη της επιβολής του μεταμοντέρνου είναι ότι καθαίρεσε το μοντέρνο. Την αισθητική εκείνη που επί τρεις δεκαετίες (’30, ’40 και ’50) αμφισβήτησε τα θεμέλια της κοινωνίας που είχε τοποθετήσει ο βιομηχανικός 19ος αιώνας. Και την άλλαξε. Αισθητικά και αισθητά. Μία από τις πιο έντονες κρίσεις την παρείχε η τζαζ. 

Η διαδροµή που διένυσε µέσα σε τρεις δεκαετίες η µουσική αυτή ήταν ιλιγγιώδης και οι δίσκοι που άφησαν πίσω τους οι µεγάλοι µουσικοί αποτελούν πολύτιµα εκθέµατα του φανταστικού «µουσείου του µοντέρνου». 

Όταν µάλιστα πέφτει στα χέρια σου ένα από εκείνα τα µαγευτικά εξώφυλλα τζαζ της δεκαετίας του ’50, της Blue Note ή της Riverside, η εποχή των µεγάλων, αληθινών, ανατροπών ξαναζωντανεύει. Μόλις πριν από λίγους µήνες κυκλοφόρησαν, σε remastering από τον Joe Tarantino, τον βετεράνο της ψηφιακής αποκατάστασης τζαζ ηχογραφήσεων, δύο ιστορικά άλµπουµ του τέλους εκείνης της εποχής: το «Something Else!!!!» του Ornette Coleman (1958) και η σόλο πιάνο ηχογράφηση του Thelonious Monk «Thelonious Alone In San Fransisco» (1959).

Και µόνο να αφεθείς να χαζεύεις τα εξώφυλλα αρκεί για να σε στείλει business class στη µηχανή του χρόνου. Οι δύο ηχογραφήσεις έχουν βέβαια τη σηµασία τους. Έχουµε να κάνουµε µε δύο εικονοκλάστες της τζαζ που αµφισβήτησαν τις µουσικές φόρµες –και της ίδιας της τζαζ, εννοείται– µέχρις εσχάτων, όπου ο ένας, ο Ornette, να πλησιάζει το ζενίθ της δηµιουργικότητάς του και να ετοιµάζεται να κάνει το µεγάλο άλµα προς την αναγνώριση, και ο άλλος, ο Thelonious, να χαλαρώνει παίζοντας σόλο πιάνο µακριά από την ανάγκη να απολαύσει καλλιτεχνικό στάτους ενός µουσικού-σταρ, όπως π.χ. ο Miles.    

Όταν ο παραγωγός της εταιρείας Contemporary, ο Lester Koening, έβαλε τον Ornette Coleman στο στούντιο για να ηχογραφήσει το «Something Else!!!!» εκείνος ήταν ακόµη στο περιθώριο, γνωστός µονάχα σε µια µικρή οµάδα ψαγµένων ριζοσπαστών και περίµενε να έρθει η ώρα του. Το στυλ του βρισκόταν ακόµη σε εµβρυακή µορφή και, παρά τα τέσσερα θαυµαστικά, ο τίτλος του άλµπουµ ήταν περισσότερο µία προφητεία παρά µια περιγραφή του περιεχοµένου – ειδικά εάν έχει κανείς υπόψη του τα δύο σπουδαία άλµπουµ που θα ακολουθούσαν για λογαριασµό της Atlantic το 1959 και το 1960: «The Shape Of Jazz To Come» και «Change Of The Century» αντίστοιχα. Το «Something Else!!!!» ακούγεται σήµερα σαν ένα παράξενο υβρίδιο bop και hard bop, φανερώνει όµως τρία στοιχεία που χαρακτηρίζουν την περίπτωση Ornette Coleman: το τραχύ ύφος, το ταλέντο του να γράφει ελκυστικές και περίεργες µελωδίες και τον δυναµισµό στο παίξιµο. Το πρώτο από αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι παίζει µε ένα πλαστικό σαξόφωνο της πλάκας, φτάνει και περισσεύει για να δικαιολογήσει τα τέσσερα θαυµαστικά. 

Βέβαια σήµερα ο ήχος εκείνος δεν ξενίζει κανέναν, αλλά αυτό πάρτε το µάλλον ως απόδειξη για την τεράστια απόσταση που διένυσε η τζαζ τα τελευταία 50 χρόνια και για τις τεκτονικές αλλαγές που έγιναν εντός της. Από αυτήν την άποψη το «Something Else!!!!» είναι το τέλειο πρελούδιο για την πορεία που θα ακολουθήσει ο Ornette Coleman, µια γροθιά στο στοµάχι ακόµη και σ’ εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους εξοικειωµένους µε τους πειραµατικούς αυτοσχεδιασµούς.

Από την άλλη, ο πιανίστας Thelonious Monk δεν σταµάτησε να εκπλήσσει τους τζαζόφιλους επί τουλάχιστον 15 συναπτά έτη, µε την ανατρεπτική του προσέγγιση στην αρµονία, το ρυθµό και το παίξιµό του. Το 1959, όταν ηχογράφησε το «Thelonious Alone In San Fransisco», ήταν µία αναγνωρισµένη ιδιοφυΐα, είχε ήδη προσφέρει το κορυφαίο του άλµπουµ «Brilliant Corners» (1956) και είχε κάνει και την καλή πράξη να κάνει… εντατικά µαθήµατα στον John Coltrane παίζοντας όλο το 1957 µαζί στο κλαµπ «Five Spot», της Νέας Υόρκης. Είχε αυτό που λέµε ωριµάσει καλλιτεχνικά. Και έπαιζε στο Σαν Φρανσίσκο µε ένα σχήµα από µουσικούς της τοπικής σκηνής. Δεν είχε, λοιπόν, καµία αντίρρηση όταν ο παραγωγός Orrin Keepnews τον έβαλε στο στούντιο της Riverside στο Σαν Φρανσίσκο για να κάνει µία σόλο ηχογράφηση. Ήταν µόλις το δεύτερο σόλο άλµπουµ που θα έγραφε µετά το «Thelonious Himself» (και θα ακολουθούσε και ένα τρίτο το 1965, «Solo Monk»). Και τα δύο εκείνα άλµπουµ ήταν αριστουργήµατα, µε το συγκεκριµένο να παράγει µία αίσθηση πλήρους ανατροπής, µιας αλλαγής που, υπηρετώντας τον µοντερνίστικο στόχο, έρχεται αργά αλλά αποφασιστικά. Οι εκδοχές γνωστών συνθέσεών του είναι από τις καλύτερες που έκανε ποτέ, όπως στο «Ruby, my dear», το «Pannonica» και το «Reflections». Υπάρχουν πολλοί που συµπεριλαµβάνουν αυτό το άλµπουµ στους τρεις καλύτερους δίσκους του Monk (µαζί µε το «Brilliant Corners» και το «Genius Of Modern Music Vol.1 & 2», όλα για την Blue Note) και κάποιοι άλλοι που θα τον έβαζαν στους απαραίτητους δίσκους που θα έπαιρναν µαζί τους σε αυτό το θρυλικό «ερηµονήσι» που κάποτε, στη Δευτέρα ή την Τρίτη Παρουσία θα συναντηθούν οι µουσικόφιλοι και θα τα σπάσουν. 
Εγώ θα κάνω αφιέρωµα στη µοντέρνα τζαζ, σας το λέω από τώρα.

Λίγες είναι οι ιστορίες που αξίζει να πεις και λιγότερες αυτές που αξίζει να εκμυστηρευτείς. Στο τέλος όμως, αυτές είναι οι ιστορίες που αντέχουν στο χρόνο γιατί μιλούν για γνώση, ποιότητα και μοναδικότητα. Αυθεντικές ιστορίες που ταυτίζονται με την ιστορία του HAIG γιατί έχουν πραγματική αξία. Έτσι, το HAIG επιλέγει μοναδικές ιστορίες και παρουσιάζει στο κοινό  τα HAIG ORIGINALS. Αληθινές ιστορίες καλλιτεχνικής έκφρασης που αξίζει να τις ζήσεις…




fashion addiction