

John Lewis

Η μαγική λέξη, άνθρωπέ μου, ΕΥΤΥΧΙΑ!
Υπάρχουν κι ευτυχισµένοι εργαζόµενοι. Είναι 65.000, εργάζονται στα 198 πολυκαταστήµατα της John Lewis σε όλη τη Βρετανία και µοιράζονται τα πάντα: την εταιρεία τους, τα κέρδη και την ευθύνη της διοίκησης. Όσο η οικονοµική κρίση βαθαίνει, το µοντέλο συµµετοχικής ιδιοκτησίας της JL αναλύεται ξανά και ξανά ως το φάρµακο ενάντια στις επιθετικές εξαγορές επιχειρήσεων και το βιασµό των εργατικών δικαιωµάτων. Είναι η JL η ιδανική εταιρεία για να εργαστείς; Ζει και βασιλεύει ο πολιτισµός της ιδιοκτησίας και, εν τέλει, πόσο µπορεί να αντέξει τούτο το συνεταιριστικό πρότυπο;
Έκείνη την περίοδο, γύρω στα 1880, τότε που τα πάντα γίνονταν σύγχρονη ιστορία, η Μεγάλη Βρετανία γευόταν τους καρπούς της παραζάλης της βιοµηχανικής επανάστασης. Το Νησί βρισκόταν στο επίκεντρο του διεθνούς εµπορίου – µάλιστα η αγγλική λίρα είχε καθιερωθεί ως το επίσηµο νόµισµα των εµπορικών συναλλαγών σε ολόκληρο τον κόσµο. Την ίδια εποχή, ο συντηρητικός λονδρέζος επιχειρηµατίας Τζον Λιούις, που διηύθυνε δύο εµπορικά καταστήµατα στην πρωτεύουσα, κρατούσε για πρώτη φορά στην αγκαλιά του τον πρωτότοκο γιο της οικογένειας. Ο µικρός Σπένταν βιαζόταν να µεγαλώσει κι όταν ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του είχε ήδη αποφασίσει τι ήθελε να κάνει: τους υπαλλήλους του ευτυχισµένους.
Στις αρχές του 1900 ο µόλις 20 ετών τότε Σπένταν Λιούις γνώριζε καλά ότι θα αναλάµβανε την εµπορική επιχείρηση µετά το θάνατο του πατέρα του. Είχε ήδη αποκτήσει µερίδιο στο κεντρικό κατάστηµα JL στην Όξφορντ Στριτ και είχε αναλάβει τη διεύθυνση της µικρότερης επιχείρησης της οικογένειας. Γρήγορα υπολόγισε κάτι που δεν µπορούσε να χωρέσει το νεανικό του κεφάλι: ότι ο ίδιος, ο πατέρας του και ο µικρότερος αδερφός του κέρδιζαν κάθε µήνα από τα δύο εµπορικά καταστήµατα όσο εισέπρατταν όλοι µαζί οι εργαζόµενοι σε αυτά. «Είναι ολέθριο να έχουµε εκατοµµυριούχους, πριν πάψουν να υπάρχουν φτωχογειτονιές» έλεγε, µάλλον απλοϊκά.
Ελάχιστα επηρεασµένος από την άνοδο του σοσιαλισµού λίγα χρόνια πριν, πόσω µάλλον από «την έφοδο των εργατών προς τον ουρανό» των µαρξιστών, εκείνος σκεφτόταν πιο ρεαλιστικά. Θα διοικούσε την επιχείρηση κι έπρεπε να βρει τη συνταγή που θα την έκανε πετυχηµένη.
Ένα ατύχηµα σε αγώνα ιππασίας τον κράτησε µακριά για αρκετό διάστηµα, ώστε να σκεφτεί πιο βαθιά και να καταλήξει: έπρεπε να διοικεί ανθρώπους ευτυχισµένους, εργαζόµενους ευτυχισµένους. Η µαγική λέξη, άνθρωπέ µου: ευτυχία.
Όταν ο Σπένταν επέστρεψε στη δουλειά µείωσε τις ώρες λειτουργίας του καταστήµατος και θέσπισε πληρωµένη άδεια τριών εβδοµάδων για τον κάθε υπάλληλο – κάτι που οι γάλλοι εργάτες θα κατακτούσαν τον Ιούνιο του ’36 µετά από µήνες απεργιών κι αφού κατέλαβαν το σύνολο σχεδόν των εργοστασίων της χώρας. Ο Σπένταν αποφάσισε πως οι εργαζόµενοι χρειάζονταν εκτόνωση και παρεµβατικότητα, γι’ αυτό τύπωσε το περιοδικό της επιχείρησης, µε το όνοµα Gazette, που κυκλοφορεί ώς σήµερα, ζητώντας από τους εργαζόµενους να κριτικάρουν τη διοίκηση. Κι εκείνοι ανταποκρίθηκαν: «Είµαι ένας απλός εργαζόµενος, η δουλειά µου είναι να εξυπηρετώ τους πελάτες και όχι να αλλάξω τον κόσµο. Όµως, πιστεύω ότι η έννοια της ηθικής στις επιχειρήσεις υπάρχει και δεν είναι παράταιρη» έγραφε κάποιος το 2006, σε µια περίοδο που διαφωνούσε µε κινήσεις της διευθυντικής οµάδας.
Τα επόµενα πέντε χρόνια, µετά το 1915, το εµπορικό κατάστηµα κάλυψε ζηµιές 8 χιλ. λιρών και έγραψε κέρδη 20 χιλ. λιρών. Ενθουσιασµένος ο 30άρης πλέον Σπένταν προχώρησε στο επόµενο µεγάλο βήµα. Διένειµε µέρος από τα κέρδη στους εργαζόµενους αρχικά µε τη µορφή επιδοµάτων. Έπειτα συνέταξε ένα καταστατικό, που θα τηρούνταν στο εξής µε την ευλάβεια ευαγγελίου, καθιερώνοντας το µοντέλο της συµµετοχικής ιδιοκτησίας. «Οι εργαζόµενοι - εταίροι πρέπει, πρώτον, να συµµετέχουν και, δεύτερον, να είναι ευτυχισµένοι γι’ αυτό. Μερίσµατα που δίνονται σε άπληστους µετόχους, που δεν νιώθουν την επιχείρηση δική τους, είναι ανήθικα. Θέλω να έχουν λόγο στη διοίκηση, στις σκοτούρες και τα κέρδη» έλεγε ο νεαρός επιχειρηµατίας. «Και αυτή η συµµετοχική ιδιοκτησία, πέρα από µοντέλο εργασίας, ίσως µπορεί να γίνει “η νέα πηγή εργασιακής ενέργειας”, την οποία η χώρα µας έχει τόσο πολύ ανάγκη».
Η Μπεθ Σµιτ εργάζεται στο τµήµα επίπλων και καλυµµάτων δαπέδου. «Το µοντέλο συνιδιοκτησίας διασφαλίζει ότι θα προσφέρεις περισσότερα. Κι αυτή ακριβώς η συµµετοχή είναι το κίνητρο. Εργάζοµαι σε µια εταιρεία που δεν ψάχνει το γρήγορο κέρδος, αυξάνοντας απλώς τις τιµές στα ράφια. Οι απόψεις των εργαζοµένων - µετόχων έχουν βαρύτητα, δεν είναι πρόσχηµα. Αποφασίσαµε οι συνάδελφοι στο υποκατάστηµα που βρίσκοµαι να µην εργαστούµε µία ηµιαργία και δεν εργαστήκαµε» δήλωσε στην εφηµερίδα «Guardian». Κι όπως είπε η Σµιτ, αν µια εταιρεία τής πρόσφερε τα διπλάσια χρήµατα για να φύγει από την JL, δεν θα το έκανε, γιατί, απλούστατα, δεν θα ήταν ευτυχισµένη.
Ευτυχισµένους κάνει τους εργαζόµενους η διοικητική δοµή της JL. Όλοι οι συνεργάτες αντιπροσωπεύονται στην κεντρική οµάδα του Συµβουλίου Συνεργασίας, το οποίο διορίζει πέντε µη εκτελεστικούς διευθυντές ανάµεσα στους υπαλλήλους κι έχει τη δύναµη, έστω θεωρητικά, να απολύσει τον πρόεδρο. Καθηµερινά το προσωπικό µπορεί να ζητήσει εξηγήσεις για τη διαχείριση, καθώς επίσης να κάνει ανώνυµη κριτική µέσω του περιοδικού της εταιρείας. Στο τέλος κάθε χρόνου κάθε εργαζόµενος, από τον γενικό διευθυντή έως τον τελευταίο αποθηκάριο, παραλαµβάνει έναν φάκελο µέσα στο οποίο αναγράφεται το επί πλέον επίδοµα ανάλογα µε την προσφορά του. Είναι ένα ποσοστό συνήθως 9-22% επί του ετήσιου εισοδήµατος. «Αυτή είναι η στιγµή που οι κόποι µου ανταµείβονται. Είναι καταπληκτικό. Έχω να πληρώσω κι έναν γάµο…» δήλωσε στην «Guardian» ο Άντριαν Γουέιν από το τµήµα των υαλικών.
Εταιρείες τύπου JL, που ανήκουν στο προσωπικό τους, υπολογίζεται ότι συµβάλλουν 25 δισ. λίρες ετησίως στη βρετανική οικονοµία.
Οικονοµολόγοι στη Μεγάλη Βρετανία υποστηρίζουν ότι επιχειρήσεις αυτού του µοντέλου είναι σηµαντικά πιο ευέλικτες µπροστά στο ενδεχόµενο οικονοµικής κατάρρευσης, προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες στους καταναλωτές, ενώ εργαζόµενοι µε προϋπηρεσία σε αυτές είναι περισσότερο περιζήτητοι στην αγορά εργασίας.
Το κυριότερο όλων, οι αριθµοί δείχνουν ότι τα συνεταιριστικά αυτά πρότυπα µπορούν να σταθούν ανταγωνιστικά απέναντι στις αµιγώς ιδιωτικές καθετοποιηµένες επιχειρήσεις.
Το προσωπικό της JL µοιράζεται τα κέρδη, τη γνώση και τη δύναµη που προσφέρει µια πετυχηµένη αλυσίδα εµπορικών καταστηµάτων. Η Κίρα Τοµ, διευθύντρια στο υποκατάστηµα του Γουέστφιλντ, που απασχολεί προσωπικό από 30 διαφορετικές εθνικότητες, το περιγράφει γλαφυρά: «Ένα ανταγωνιστικό πολυκατάστηµα στην πόλη αναγκάστηκε από το 2008 να απολύσει 42 υπαλλήλους για κλοπές προϊόντων. Εµείς απολύσαµε µόλις έναν. Συγκινήθηκα. Αυτό ήταν το µπόνους µου. Αυτή είναι η εταιρεία µου!»
Και γιατί δεν στήνονται όλες οι επιχειρήσεις στο πρότυπο του δικτύου JL; «Αρχικά, γιατί δεν είναι εύκολο», λέει ο Πάτρικ Λιούις, µέλος της οικογένειας και του διοικητικού σχήµατος της JL. Το συνολικό ποσό που ανακατανέµει η εταιρεία σε επιδόµατα και άλλες παροχές, όπως ορίζει το καταστατικό του ιδρυτή Σπένταν Λιούις, ξεπερνά το ποσό που θα µέριζε στους µετόχους µια συµβατική εταιρεία. Και η JL δεν παύει να είναι εµπορική επιχείρηση, που προσπαθεί να αυξήσει τα κέρδη της. Επί πλέον, δεν είναι όλα πάντα µέλι-γάλα, καθώς, για παράδειγµα, οι ώρες λειτουργίας και οι συντάξεις αποτελούν αγκάθι στα πλευρά της εταιρείας τα τελευταία χρόνια.
Οι επικριτές του µοντέλου του «πολιτισµού της ιδιοκτησίας» στέκονται επίσης στα χαµηλά µερίσµατα ιδιοκτησίας των εργαζοµένων και στη µη εγγυηµένη συµµετοχή των υπαλλήλων όταν τα πράγµατα δεν πηγαίνουν τόσο καλά στην επιχείρηση. Τα συνδικάτα στη Βρετανία, αν και το µοντέλο JL δεν είναι σπάνιο στο Νησί εδώ και δεκαετίες, δεν διαφέρουν πολύ στη ρητορική τους από τα δικά µας συνδικάτα. Είναι επιφυλακτικά απέναντι στο µοντέλο, καθώς διστάζουν, όπως λένε, να αναλάβουν χρηµατο-οικονοµικές ευθύνες, προτείνοντας στους εργαζόµενους να επενδύσουν τα χρήµατά τους σε εταιρικά σχήµατα συµµετοχικής ιδιοκτησίας, να καθίσουν δηλαδή στην πλευρά του εργοδότη και να έχουν ευθύνες διοικητικές.
Ο Πάτρικ Λιούις το περιγράφει µάλλον πιο σταράτα: «Είναι πολύ εύκολο να υπάρχει ένα αφεντικό που να αποφασίζει ποιον δρόµο θα τραβήξει µια εταιρεία. Αν θέλετε, πάντως, να µιλήσουµε σοβαρά για το πού οδεύει ο καπιταλισµός ή τι είναι στ’ αλήθεια µια καλή επιχείρηση, τότε σίγουρα υπάρχουν χειρότερα µοντέλα από την JL», σηµείωσε.
Ογδόντα χρόνια µετά τη ριζοσπαστική ιδέα του µικρού Σπένταν Λιούις, το επιχειρηµατικό τέκνο του θεωρείται µια από τις πιο επιτυχηµένες εµπορικές αλυσίδες στη Μεγάλη Βρετανία. Ευτυχώς για εκείνον, έζησε από κοντά το όνειρό του, διεύθυνε µετριοπαθώς την επιχείρηση από το πόστο του και πρόλαβε να τη δει να στέκεται στα πόδια της. Έπειτα, γέρος πια, αποσύρθηκε στο µικρό χωριουδάκι Λόνγκστοκ του Χάµφσιρ, όπου τον βρήκε ο θάνατος τον Φεβρουάριο του ’63. Είχε ζητήσει να καεί και η τέφρα του να πεταχτεί στη θάλασσα.
Μελέτη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας δείχνει ότι το ποσοστό επιβίωσης των συνεταιριστικών εταιρειών είναι ίσο –και πολλές φορές ξεπερνά– τη λειτουργικότητα των ιδιωτικών εταιρειών. Η κακοδιαχείριση και η απρόσεχτη διαδοχή είναι οι µεγαλύτεροι κίνδυνοι της συµµετοχικής ιδιοκτησίας, ενώ στη µελέτη σνοµπάρονται οι επιχειρησιακοί σύµβουλοι, οι «ανίδεοι µέτοχοι», όπως αναφέρεται, καθώς και οι λογιστές για µη κατανόηση του εταιρικού µοντέλου.
Το µοντέλο JL δεν είναι σπάνιο ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία. Ενισχύθηκε από τα κύµατα ανέργων µετά το 1900, ενώ τις επόµενες δεκαετίες υποστηρίχτηκε, όχι πάντοτε φανερά, και από τα βρετανικά πολιτικά κόµµατα.
Η εφηµερίδα «Financial Times» χαρακτήρισε πρόσφατα το εταιρικό σχήµα «βιώσιµο, πρακτικό και επικερδές» και ανέλυσε το παράδειγµα της βρετανικής χαρτοβιοµηχανίας Tullis Russell. Ιδρύθηκε το 1809 από τον Ρόµπερτ Τούλις στη Σκοτία, πέρασε στα χέρια της οικογένειας Ράσελ και το 1985 αγοράστηκε από τον Ντέιβιντ Έρνταλ. Εκείνος προσπάθησε να τονώσει την παραγωγικότητα των υπαλλήλων του και ακολούθησε µια πετυχηµένη συνταγή: κάθε υπάλληλος µετά από έναν χρόνο στην εταιρεία αποκτούσε δικαίωµα συµµετοχής στο µετοχικό κεφάλαιο, ενώ το 17µελές εργατικό συµβούλιο έχει δικαίωµα βέτο σε κινήσεις (εξαγορές, κλείσιµο µονάδων κ.ά.) που επηρεάζουν πάνω από το 5% του ενεργητικού της επιχείρησης. Η Tullis Russell παραµένει βιώσιµη, ενώ αντίθετα πολλές βρετανικές χαρτοβιοµηχανίες έκλεισαν.