

Sonar

ΜΑΖΙ (...ΕΠΕΙΔΗ ΧΩΡΙΑ ΟΥΤΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΥΤΕ ΜΠΟΡΟΥΜΕ)
Γεµίσαν οι δρόµοι.
Tο πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεµίζουνε πάλι σηµαίες.
Mαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυµατίζουν τραγούδια. Aν µες στις φωνές που τα βράδια τρυπάνε ανελέητα τα τείχη, ξεχώρισες µια, είν’ η δική του, π’ ανάβει µικρές πυρκαγιές, χιλιάδες µικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη µας. Eίν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος π’ αγκαλιάζει τον κόσµο σαν ήλιος και σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος που µας δείχνει σαν ήλιος λαµπρός τις χρυσές πολιτείες που ξανοίγονται µπρος µας λουσµένες στην Aλήθεια και στο αίθριο το φως. Μανόλης Αναγνωστάκης
Λαϊκές εξεγέρσεις στον καιρό µας; Ανέκδοτο θα ακουγόταν λίγα µόλις χρόνια πριν. Ο νεοφιλελευθερισµός είχε θριαµβεύσει, ο υπαρκτός σοσιαλισµός αποδεικνυόταν ιστορικό ατύχηµα. Ο πολιτισµός τού «εγώ για την πάρτη µου» επέλαυνε, το «τέλος της Ιστορίας» ως κοινωνικού γίγνεσθαι φάνταζε αναπόφευκτο – µόνο κάτι φανατικοί µουλάδες ή κάτι ροµαντικοί Λατινοαµερικάνοι «αντάρτες» το αµφισβητούσαν. Ώσπου, ξαφνικά, κάτι συνέβη, κάτι που κανείς ιστορικός, κοινωνιολόγος ή πολιτικός αναλυτής δεν είχε προβλέψει.
Από τις αρχές της χρονιάς γινόµαστε µάρτυρες µιας αυθόρµητης, παλλαϊκής εξέγερσης σε όλο σχεδόν τον αραβικό κόσµο, αφ’ ενός κι ενός µαζικού, πολυσυλλεκτικού κινήµατος «Αγανακτισµένων» σε µια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, αφ’ ετέρου (ιδιαίτερα σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα), µε «µεταστάσεις» ακόµα και στις ΗΠΑ (Γουαϊόµινγκ). Διαφορετικές, φυσικά, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που τις προκάλεσαν, κοινή όµως εν πολλοίς η διεκδικητική πλατφόρµα: περισσότερη και περιεκτικότερη δηµοκρατία, αυτοοργάνωση και αλληλεγγύη απέναντι στη µονήρη απληστία των ισχυρών, για τους πολλούς, όχι για τους λίγους.
Οι συλλογικότητες επανέρχονται δυναµικά στο προσκήνιο της Ιστορίας µε «όπλο» το διαδίκτυο, τα καινούργια µέσα και µια νέα κοινωνική συνείδηση. Ακόµα κι αν τελικά δεν καταφέρουµε ν’ αλλάξουµε τον κόσµο, «εµείς, ο λαός» έχουµε ήδη αµφισβητήσει τόσο το δίκαιο του ισχυρότερου όσο και την ακραία ατοµικιστική κουλτούρα της ιδιώτευσης, που φάνταζε ως το απόλυτο µεταµοντέρνο trend.
Ο «παρτάκιας», εξελικτικό λάθος!
Θα αντιπαρέθετε, ίσως, κάποιος πως το αξίωµα «ο θάνατός σου, η ζωή µου», που χαρακτηρίζει άλλωστε και τον «ολοκληρωτικό» καπιταλισµό των ηµερών µας, είναι θεµελιώδης φυσικός νόµος. Έλα, όµως, που η ίδια η φύση φαίνεται πως µας θέλει «µαζί».
Πρόσφατη επιστηµονική έρευνα στη Στοκχόλµη (Ινστιτούτο Καρολίνσκα), µέσω της λειτουργικής µαγνητικής απεικόνισης (fMRI), έδειξε ότι ο εγκέφαλός µας διαθέτει ενσωµατωµένους έµφυτους µηχανισµούς δικαιοσύνης που πυροδοτούν αυτόµατες αντιδράσεις απέναντι σε όποιον αρνείται να µοιραστεί πράγµατα, τον κοινώς λεγόµενο... φαταούλα.
Τα πειράµατα αφορούσαν «παίγνια» οικονοµικής δικαιοσύνης ανά ζεύγη, όπου –σε διάφορους συνδυασµούς– ο ένας «έκλεβε» στη µοιρασιά των χρηµάτων. Τα ευρήµατα επιβεβαίωσαν µια καθολική επιθετική αντίδραση εναντίον όσων συµπεριφέρονται άδικα βλάπτοντας τα συµφέροντα της οµάδας και, κατ’ επέκταση, της ευρύτερης κοινωνίας. Τις γρήγορες οικονοµικές αποφάσεις και τις αντιδράσεις σ’ αυτές ελέγχει η αµυγδαλή, µια αρχαιότερη εξελικτικά, «πρωτόγονη» περιοχή του εγκεφάλου, η οποία ελέγχει τα αισθήµατα φόβου και θυµού. Φαίνεται, δηλαδή, ότι το αίσθηµα οικονοµικής δικαιοσύνης πηγάζει από εκεί όπου εδρεύουν τα δυνατότερα και βαθύτερα ανθρώπινα συναισθήµατα.
Σύµφωνα µε την κοινωνιοβιολογική γενετική θεωρία του Τζορτζ Χάµιλτον, «κανείς οργανισµός δεν ζει για τον εαυτό του», ενώ ο Ρίτσαρντ Ντόκινς, συγγραφέας του πολυσυζητηµένου «Εγωιστικού γονιδίου», δείχνει πως, στην ουσία, είναι µάλλον συνεργατικό – ναι µεν τα γονίδιά µας προτάσσουν το ατοµικό µας (τους) συµφέρον στην επιβίωση, είναι εν τούτοις «υποχρεωµένα» να συνεργαστούν µε άλλα γονίδια και οργανισµούς για να το επιτύχουν.
Ώστε ο αµοιβαίος αλτρουισµός, πέρα από ένα ροµαντικό ιδεολόγηµα, µοιάζει και εξελικτικά αναγκαίος, ειδικά σε όντα ιδιαιτέρως κοινωνικά όπως ελόγου µας. Την κοινωνικότητα πριµοδοτεί κι ο έρωτας κι ας µοιάζει κατ’ αρχήν «υπόθεση για δύο» – ο Αµερικανός κοινωνιολόγος Τζέιµς Τζάσπερ εκτιµά ότι «η αγάπη και η ερωτική έλξη αποτελούν αφορµή για την ενεργό συµµετοχή ζευγαριών και µεµονωµένων ατόµων σε κοινωνικά κινήµατα που ευαγγελίζονται έναν δικαιότερο κόσµο». Υπόψη πως οι περισσότεροι µαρξιστές θεωρητικοί αντιµετώπιζαν τα συναισθήµατα ως «ροµαντικό κατάλοιπο», συνδέοντάς τα µε τον ανορθολογισµό και την ουτοπία, λησµονώντας τον νιτσεϊκό αφορισµό πως «η εξάλειψη των συναισθηµάτων και, κατά συνέπεια, της θέλησης, ευνουχίζει τη διάνοια». Να, όµως, που τελικά µόνο τυχαίο δεν ήταν το αρχετυπικό σλόγκαν των κινηµατικών 60s «κάντε έρωτα, όχι πόλεµο»!
Κοινωνικός δαρβινισµός; Όχι, ευχαριστώ
Το µεγάλο ψάρι τρώει το µικρό, πολλά µικρά ψάρια όµως µαζί µπορούν να το κάνουν... ανορεξικό. Απέναντι στη «διαίρει και βασίλευε» τακτική των ισχυρών µπορούµε να αντιπαρατάξουµε τις αξίες της συνεργασίας, της οµαδικότητας, της συλλογικότητας. Ήδη από τον 19ο αιώνα ο αναρχικός πρίγκιπας Πιοτρ Κροπότκιν, επιστήµονας κι ο ίδιος, αποπειράθηκε να συνδέσει τα διδάγµατα της εξελικτικής βιολογίας µε την πολιτική. Αντίθετα µε τον Μπακούνιν, ο οποίος αντιλαµβανόταν την επανάσταση ως µια βίαιη ανατροπή µιας ιστορικής πραγµατικότητας που διαµόρφωναν η ιεραρχία και η κυριαρχία, εκείνος πρέσβευε πως οι ελευθεριακές αρχές ήταν ήδη εγγεγραµµένες και ενεργές µέσα στην εξέλιξη. Απορρίπτοντας τον κοινωνικό δαρβινισµό, ο πρίγκιπας υποστήριζε ότι κινητήριος δύναµη ζώων και ανθρώπων δεν ήταν ο ατοµικός αγώνας για την επιβίωση, αλλά η σύµπραξη – αναφέρει, µάλιστα, πλήθος σχετικών παραδειγµάτων στην «Αλληλοβοήθεια» (1902). Οι ιδέες του επηρέασαν αποφασιστικά όχι µόνο τον ελευθεριακό κοινοτισµό, αλλά και διανοητές όπως οι Όσκαρ Ουάιλντ, Ουίλιαµ Μόρις, Λέον Τολστόι, Λούις Μάµφορντ, Γκάντι κ.ά.
«Συνεχιστές» του θεωρούνται ο Άγγλος αναρχικός φιλόσοφος Κόλιν Γουόρντ και ο Αµερικανός διανοητής Μάρεϊ Μπούκτσιν. Ο πρώτος ανέδειξε την εντός της υφιστάµενης κοινωνίας ανάπτυξη των κοινοτικών στοιχείων της αλληλοβοήθειας, της συνεργασίας και της αυτονοµίας, τα οποία ήταν ανέκαθεν παρόντα, παράλληλα µε τις εξουσιαστικές σχέσεις. Κατηγορούσε την Αριστερά ότι εκχώρησε την κοινωνική επινοητικότητα στην ιδέα του κράτους πρόνοιας, ώστε «η πολύµορφη αυτοδιαχειριστική παράδοση που ανέπτυξε το λαϊκό κίνηµα έσβησε ελλείψει ιδεολογικού οξυγόνου». Aντιπρότεινε την αυτοοργάνωση ως τον αποτελεσµατικότερο µοχλό για το µετασχηµατισµό του «κοινωνικού κράτους» σε µια κοινωνία αλληλοβοήθειας. O δεύτερος όρισε τον «διαλεκτικό νατουραλισµό», µια οικολογικά προσανατολισµένη, αυτοδιαχειριζόµενη κοινωνία και οικονοµία. Οι στρατηγικές για τη γεωργία και τη βιοµηχανική παραγωγή να λαµβάνονται, λέει, από τους πολίτες, οι οποίοι θα εναλλάσσονται κιόλας στις παραγωγικές δραστηριότητές τους. Αντί να εθνικοποιηθεί ή να κολεκτιβοποιηθεί η γη, εργοστάσια, εργαστήρια και κέντρα διανοµής θα ελέγχονται από λαϊκές συνελεύσεις ελεύθερων κοινοτήτων. Όχι από το κράτος-έθνος ή από τους εργάτες-παραγωγούς, που ενδέχεται να αναπτύξουν ένα ιδιοκτησιακό συµφέρον προς αυτά. Μια κοινότητα θα ενώνεται µε άλλες αντίστοιχες, ενσωµατώνοντας τους πόρους της σε ένα περιφερειακό συνοµοσπονδιακό σύστηµα.
Ένα παρόµοιο εγχείρηµα επιχείρησαν να υλοποιήσουν στις αρχές του 20ού αιώνα οι εµπνευστές των ισραηλινών κιµπούτς (Τζόζεφ Τρούµπελντορ, Γιτζάκ Ταµπένκιν, Γκούσταβ Λαντάουερ, όλοι τους επηρεασµένοι από τον Κροπότκιν), που ο Νόαµ Τσόµσκι θεωρεί πως στο ξεκίνηµά τους «έφτασαν πλησιέστερα στο αναρχικό ιδεώδες από κάθε άλλη προσπάθεια που διάρκεσε ιστορικά περισσότερο από µια σύντοµη στιγµή», προτού µετατραπούν, τα περισσότερα, σε προκεχωρηµένα φυλάκια του νέου εβραϊκού κράτους και εκφυλιστούν.
Μια οικονοµία της αλληλεγγύης
Προσπάθειες για την οικοδόµηση εναλλακτικών κοινοτήτων, δικτύων ανταλλαγών και συνεταιρισµών συλλογικού συµφέροντος υπάρχουν ήδη αρκετές διεθνώς. Οι εκτιµήσεις αναφέρουν περί τις 25.000 κοινοτικές πρωτοβουλίες, από τις οποίες οι 1.500 στην Ευρώπη, και η εµπειρία τους, παρά τις όποιες αντιξοότητες, είναι ελπιδοφόρα για την εξάλειψη του φόβου και του συναισθήµατος αδυναµίας απέναντι στα µεγασυστήµατα που µας κυβερνούν.
Ξαναζωντανεύουν την ύπαιθρο, προωθούν τη δηµιουργικότητα, την ουσιαστική συνύπαρξη, την ανάπτυξη αντιιεραρχικών δοµών, το σεβασµό του περιβάλλοντος, τον οικοτουρισµό, τον πειραµατισµό πάνω σε νέα πολιτιστικά µοντέλα. Στα αστικά κέντρα δηµοφιλείς έχουν γίνει οι κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις – που λειτουργούν στο πλαίσιο µεν των θεσµών, αλλά δίχως να περιορίζονται από αυτούς. Στις γαλλικές SCOP οι εργαζόµενοι κατέχουν την πλειοψηφία του µετοχικού κεφαλαίου και συµµετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων και στη διαχείριση. Στην ετήσια Γενική Συνέλευση κάθε άτοµο δικαιούται µία ψήφο, ανεξάρτητα από το ποσό του µετοχικού κεφαλαίου που κατέχει. Τα κέρδη διανέµονται στους µετόχους µε βάση το µέγεθος των εκµεταλλεύσεών τους και πιστώνονται στα διάφορα αποθεµατικά της εταιρείας για να διασφαλιστεί η χρηµατοδότηση των επενδύσεων και η βιωσιµότητα της επιχείρησης. Καλύπτουν ένα ευρύ φάσµα, από τρόφιµα, κατασκευές και µεταφορές µέχρι περίθαλψη, επικοινωνίες και βιοµηχανία κι αντιπροσωπεύουν κάπου 40.000 εργαζόµενους.
Στην Ισπανία αλλά και στο Μεξικό υπάρχουν τα αντίστοιχα Sociedades Laborales, όπου οι εργαζόµενοι κατέχουν τουλάχιστον το 51% των µετοχών, ενώ κανείς ιδιώτης δεν µπορεί να αποκτήσει πάνω από το 1/3 του κοινωνικού κεφαλαίου. Το 10% των κερδών «επιστρέφει» στην κοινωνία µέσω ενός ειδικού Ταµείου, ενώ εξασφαλίζονται και φορολογικές ελαφρύνσεις. Αυτού του είδους, µάλιστα, οι επιχειρήσεις άντεξαν περισσότερο στην κρίση, ακριβώς εξαιτίας του αλληλέγγυου χαρακτήρα τους.
Η αλληλέγγυα οικονοµία δεν αποσκοπεί στο πλεόνασµα, το κέρδος και τον καταναλωτισµό, αλλά στην αυτάρκεια, την αµοιβαιότητα και την αναδιανοµή αγαθών και υπηρεσιών. Στοίχηµά της, ο εξανθρωπισµός, η δηµοκρατικοποίηση του οικονοµικού γίγνεσθαι µε όρους οικολογικούς, ώστε να πάψουν οι παγκοσµιοποιηµένες αγορές να είναι οι αυτόκλητοι, αόρατοι ρυθµιστές του βίου µας.
Η σκοτεινή µας φύση
...Υπάρχουν, ωστόσο, δύο καίρια ερωτήµατα. Το πρώτο, που απασχόλησε κι αρκετούς από όσους παρακολούθησαν τις λαϊκές συνελεύσεις του Συντάγµατος, είναι η πρακτική εφαρµογή της γενίκευσης τέτοιων εναλλακτικών κοινωνικών και οικονοµικών µοντέλων στις τροµακτικά µεγάλες κλίµακες της αλληλοεξαρτώµενης σύγχρονης διεθνούς πραγµατικότητας. Το δεύτερο –και βασικότερο– είναι κατά πόσον είµαστε διατεθειµένοι, όσοι οραµατιζόµαστε κοινωνίες αλλιώτικες, να αλλάξουµε βαθιά ριζωµένες νοοτροπίες και συνήθειες, να συµµετάσχουµε πρόθυµα στα κοινά, να δουλέψουµε πολύ σκληρότερα κάποιες φορές, να στερηθούµε ενδεχοµένως πολλά πράγµατα κι ανέσεις που θεωρούµε σήµερα αυτονόητες – στον «Αναρχικό των δύο κόσµων» η Ούρσουλα Λε Γκεν αποδίδει δραµατικά την επίπονη καθηµερινότητα ενός τέτοιου «αυτοδιαχειριζόµενου» πλανήτη. Ο δυσκολότερος αντίπαλος ίσως δεν είναι οι απανταχού εξουσίες, αλλά η ίδια η σκοτεινή, ανταγωνιστική πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Φύση και πραγµατικότητα δεν είναι βέβαια έννοιες στατικές, αλλάζουν κι αναδιαµορφώνονται καθηµερινά. Οπότε θέλουµε, µπορούµε ή όλα τούτα µοιάζουν πόθοι ευσεβείς, πλην ανεδαφικοί; Ας αφήσουµε την Ιστορία να το κρίνει, έστω κι αν χρειαστεί να «εκβιάσουµε» την απάντηση.
Τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα στις πρόσφατες αραβικές επαναστάσεις λειτούργησαν περισσότερο σαν οχήµατα πληροφορίας παρά σαν κολλητικός “ιός της επανάστασης” – αυτός είχε ήδη καλλιεργηθεί σε πραγµατικό χρόνο, τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα απλώς βοήθησαν να µεταδοθεί».
Νικόλας Χρηστάκης, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Χάρβαρντ
«Η δικτυωµένη ζωή ωφελεί περισσότερο από όσο πιθανόν βλάπτει»
Γεννηµένος στη Νέα Υόρκη το 1962, αλλά µε «ρίζες» κρητικές, εντρύφησε στη βιολογία, την ιατρική και την κοινωνιολογία. Εδώ και αρκετά χρόνια ερευνά πώς οι κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν την υγεία και τη µακροβιότητα. Ευρέως γνωστές είναι, εξάλλου, οι µελέτες του σχετικά µε τη δηµιουργία και τη λειτουργία των κοινωνικών δικτύων, θέµα που πραγµατεύεται στο τελευταίο του πόνηµα «Συνδεδεµένοι» (εκδ. Κάτοπτρο). Το 2009 κατατάχθηκε από το περιοδικό «Time» στους εκατό ανθρώπους µε τη µεγαλύτερη επιρροή στον κόσµο σήµερα.
«Το είδος των κοινωνικών δικτύων που µας ενδιαφέρει είναι τα πραγµατικά, πρόσωπο µε πρόσωπο, σαν αυτά που οι άνθρωποι στήνουν εδώ και 10.000 χρόνια...Οι υφιστάµενες έρευνες µας οδηγούν να πιστέψουµε ότι τα οφέλη µιας δικτυωµένης ζωής υπερβαίνουν τα κόστη. Αν είχα διαρκώς µια βίαιη συµπεριφορά απέναντι στους άλλους, αν τους µετέδιδα βλαβερά µικρόβια ή τους έκανα δυστυχείς, θα έκοβαν τους δεσµούς τους µαζί µου και το δίκτυο θα εξασθενούσε. Εποµένως, η ροή καλών και επιθυµητών πραγµάτων είναι απαραίτητη για την ενδυνάµωσή του. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα δίκτυα είναι απαραίτητα για την ύπαρξη τέτοιων καλών πραγµάτων όπως είναι η ευγένεια και η αγάπη, συµπεριφορές που αφορούν περισσότερο τους άλλους παρά τον εαυτό µας. Τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα, τώρα, είναι πολύ καλοί δίαυλοι πληροφορίας, αλλά όχι εξίσου καλοί στο να µεταδίδουν συµπεριφορές... στις πρόσφατες αραβικές επαναστάσεις λειτούργησαν περισσότερο σαν οχήµατα πληροφορίας παρά σαν κολλητικός “ιός της επανάστασης” – αυτός είχε ήδη καλλιεργηθεί σε πραγµατικό χρόνο, τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα απλώς βοήθησαν να µεταδοθεί».
Η βιοµηχανία αρχίζει να ανησυχεί
Μουσικές, θεατρικές, κινηµατογραφικές και λογοτεχνικές παραγωγές εκτός συστήµατος, που χρηµατοδοτούνται κατά βούληση από το κοινό τους; Το έκαναν οι πρώτοι χίπηδες, οι πανκ, το κάνουν τώρα πολύ περισσότεροι. Από τον Λικ Μπεσόν, τους Radiohead και τους Gorillaz ώς τον Στάθη Δρογώση, παραστάσεις όπως το «Dominatrix» του Δηµήτρη Φοινίτση και το πολιτικό ντοκιµαντέρ «Debtocracy» των Άρη Χατζηστεφάνου - Κατερίνας Κιτίδη, ενώ στο εξωτερικό πολλές ιστοσελίδες σε προσκαλούν να γίνεις συµπαραγωγός κάποιας ταινίας ή µουσικού άλµπουµ – κάποιοι, µάλιστα, σου υπόσχονται και ποσοστό ανάλογο µε το ποσό που κατέβαλες. Παρότι στα σπάργανα, τέτοιες προσπάθειες ήδη ανησυχούν τη βιοµηχανία του θεάµατος, που αναζητά απεγνωσµένα τρόπους να τις περιορίσει ή να τις προσεταιριστεί.
Από µαντρί µέχρι οδόφραγµα
Η εκρηκτική εξάπλωση των διάφορων ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το facebook και το twitter, είναι άλλο ένα δείγµα της αναγκαιότητας του συνυπάρχειν, αλλά και της δύναµης που αποκτά µια –έστω ψηφιακή– συλλογικότητα. Δεν είναι µόνο η επικοινωνία, το κουτσοµπολιό, το καµάκι. Τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα αποδείχθηκαν αναπάντεχα ισχυρή δύναµη αλλαγής, δύναµη εξέγερσης, όπως φάνηκε µε δραµατικό τρόπο στο Ιράν (2009) κι επίσης φέτος σε Τυνησία, Αίγυπτο, Συρία κι άλλες αραβικές χώρες. Με όπλο και όχηµα το διαδίκτυο γιγαντώθηκε, επίσης, το κίνηµα των «Αγανακτισµένων». Υπάρχουν βέβαια και οι σκεπτικιστές, όπως ο Γερµανός δηµοσιογράφος και συγγραφέας Φλόριαν Ρότζερ, που εκτιµά ότι «οι αρχικές προσδοκίες για απεριόριστη ελευθερία και ισότητα στον κυβερνοχώρο έχουν αλλάξει πολύ...Παρακολουθούµαστε κι ελεγχόµαστε ολοένα περισσότερο. Νέοι κοινωνικοί διαχωρισµοί θα προκύψουν µεταξύ όσων µπορούν να ξεφύγουν από αυτό τον έλεγχο και όσων αδυνατούν...». Θα εµφανιστούν, λέει, «ψηφιακοί αριστοκράτες» µε τη δύναµη να αποφασίζουν πού, πώς και πότε θα είναι ή όχι συνδεδεµένοι (κάτι σαν τα ανώτερα κοµµατικά στελέχη στο οργουελιανό «1984», που µόνο αυτά µπορούσαν να κλείνουν, για λίγο, την οθόνη απ’ όπου έβλεπαν –αλλά και, ταυτόχρονα, παρακολουθούνταν από– τον Μεγάλο Αδελφό), ενώ στις ψηφιακές «φτωχογειτονιές» θα µένουν άνθρωποι δίχως τα µέσα να αξιοποιήσουν ουσιαστικά τον κυβερνοχώρο ή να εξαιρεθούν απ’ αυτόν.
Γεγονός είναι πως, µολονότι η αίσθηση ή η ψευδαίσθηση, αν θέλετε, του διαλόγου και της δράσης στους διάφορους κοινωνικούς ιστότοπους είναι ωφέλιµη και δηµιουργική, εν τούτοις δεν αρκεί για να µεταβάλει από µόνη της τις συνθήκες παραγωγής, την πολιτικοκοινωνική πραγµατικότητα, µήτε υποκαθιστά τις διαπροσωπικές σχέσεις.