

Sonar - Που πας ρε πατριώτη;

Πού πας, ρε πατριώτη;
Οι µικρο-ιστορίες των οικείων µας µοιάζει να επιβεβαιώνουν τους πηχυαίους και τροµακτικούς τίτλους των εφηµερίδων: «Ζούµε το µεγαλύτερο κύµα µετανάστευσης µετά το ’60». Αν και δεν υπάρχουν ακόµα στοιχεία που να συνηγορούν σε κάτι τέτοιο, πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα οι νέοι που, διαθέτοντας πτυχία, µεταπτυχιακά και διδακτορικά, πετούν για… άλλες πολιτείες.
Η Μελίνα και ο Γιώργος µού στέλνουν εδώ και ένα εξάµηνο ηλεκτρονικά φιλιά από την Ολλανδία, όπου πήγαν για να βρουν την… τύχη τους. Δεν ξέρω αν η τύχη ρέει µαζί µε τα νερά του ποταµού Άµστελ, ωστόσο το φιλικό µου ζευγάρι βρήκε σχετικά σύντοµα δουλειά στο αντικείµενο των σπουδών του και ένα όµορφο σπιτάκι στα κανάλια, που πολύ το ζηλεύω. Το Ελενάκι ήδη έβγαλε βίζα για την Αυστραλία, όπου ζει η µαµά του και σε έναν µήνα θα του κουνάµε το µαντίλι. Η αδερφή µου µε βοµβαρδίζει καθηµερινά µε µέιλ του τύπου «Ανοίγει δρόµο για µετανάστευση των νέων σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία το υπουργείο Εξωτερικών». Παράλληλα, προσπαθεί να µου εξηγήσει µε «στοιχεία» ότι το επάγγελµα του λογιστή (που σπούδασε) έχει µεγάλη απορροφησιµότητα στην αγορά εργασίας της µακρινής (24 ώρες ταξίδι µε το αεροπλάνο! - Αλεξάνδρα, πού πάς;) Νέας Ζηλανδίας. Ο Θοδωρής έφυγε πριν από λίγες µέρες για την παγωµένη Νορβηγία. Η παιδική µου φίλη Βασούλα περιµένει τηλεφώνηµά του ότι βρήκε δουλειά και σπίτι, για να βάλει τα δύο κουτσούβελα στο αεροπλάνο και να φύγει. Αν και άγνωστοι µεταξύ τους, όλοι τους συµφωνούν πως «εδώ δεν πάει άλλο» και ονειρεύονται τόπους που ίσως το πράγµα να πηγαίνει αλλιώς…
Και µπορεί οι παραπάνω µικρο-ιστορίες των οικείων µου να µην αρκούν για να επιβεβαιώσουν απόλυτα τους πρόσφατους πηχυαίους και τροµακτικούς τίτλους των εφηµερίδων, πως «Ζούµε το µεγαλύτερο κύµα µετανάστευσης µετά το ’60» (άλλωστε δεν υπάρχουν ακόµα στοιχεία που να συνηγορούν σε κάτι τέτοιο), ωστόσο αποτυπώνουν ένα γενικότερο κλίµα: οι νέοι απόφοιτοι πανεπιστηµιακών σχολών (διαθέτοντας πτυχία, µεταπτυχιακά και διδακτορικά) σκέφτονται ολοένα και περισσότερο να πετάξουν για… άλλες πολιτείες. Σκέψη που µοιάζει πολύ λογική, µια και η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά στην ανεργία των νέων πτυχιούχων σε σύγκριση µε τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, καταγράφοντας διπλάσιο ποσοστό, που αγγίζει το 13,2%. Ενώ σύµφωνα µε πρόσφατη έρευνα της Eurostat προκύπτει ότι η Ελλάδα είναι η µόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου τα ποσοστά ανεργίας δεν µειώνονται ανάλογα µε την απόκτηση περισσοτέρων τυπικών προσόντων.
Το φαινόµενο αυτό της µετανάστευσης ερευνητών/επιστηµόνων σε χώρες πιο ανεπτυγµένες, που ονοµάζεται brain drain ή αλλιώς «αιµορραγία εγκεφάλων», δεν είναι καινούργιο ούτε φυσικά ελληνικό. Επί πλέον, φαίνεται πως έπληττε τη χώρα και πριν από την κρίση, µε πιθανότερη εξήγηση το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν παράγει σύνθετα προϊόντα (έντασης γνώσης/τεχνολογίας) και γι’ αυτό αδυνατεί να αξιοποιήσει τους πτυχιούχους της. Ωστόσο, τον τελευταίο χρόνο, µε τα σύννεφα της ύφεσης, της ανεργίας, της επισφάλειας, της διά βίου λιτότητας να κυκλώνουν απειλητικά τον λαµπρό αττικό ουρανό, η… διαρροή εγκεφάλων φαίνεται πως θα κορυφωθεί.
Άλλωστε, αρκετοί είναι και εκείνοι που την… έχουν κάνει από καιρό και δεν δείχνουν καµία διάθεση να επιστρέψουν. Σύµφωνα µε έρευνα του πανεπιστηµιακού Λόη Λαµπριανίδη («Επενδύοντας στη φυγή», εκδ. Κριτική) εκτιµάται ότι σήµερα εργάζονται στο εξωτερικό 110.000-135.000 έλληνες πτυχιούχοι (ή 8,5-10,5% του συνόλου των πτυχιούχων που ζουν στην Ελλάδα). Η συντριπτική πλειονότητά τους έχει σπουδάσει σε πανεπιστήµια του εξωτερικού και κατέχει µεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους. Οι έλληνες µετανάστες πτυχιούχοι που προτιµούν ως τόπους εγκατάστασης τη Βρετανία, τις ΗΠΑ, τη Γερµανία και την Ελβετία είναι κυρίως οικονοµολόγοι, νοµικοί, προγραµµατιστές, φυσικοί, χηµικοί και µηχανικοί. Μάλιστα, στην πλειοψηφία τους (60%), προτού πάρουν την απόφαση να παραµείνουν και να εργαστούν στο εξωτερικό, δεν αναζήτησαν καν δουλειά στην Ελλάδα!
Γιατί, όµως, οι έλληνες ερευνητές/επιστήµονες ρίχνουν µαύρη πέτρα πίσω τους; Μερικές από τις πολλές αιτίες είναι: Οι αυξηµένες δυνατότητες επαγγελµατικής ανέλιξης στο εξωτερικό. Οι ικανοποιητικότερες αµοιβές (είναι χαρακτηριστικό ότι το 68,4% των πτυχιούχων που εργάζονται στο εξωτερικό έχει ετήσιο εισόδηµα µεγαλύτερο από 40.000 ευρώ, όταν στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 34,4%). Η αδυναµία εύρεσης εργασίας γενικότερα ή πάνω στο αντικείµενο σπουδών στην Ελλάδα. Η αναγνώριση των προσόντων τους στη διεθνή αγορά εργασίας. Ενώ σηµαντικό ρόλο παίζει και η υψηλή ποιότητα ζωής, που προσφέρεται σε αρκετές µητροπόλεις του εξωτερικού.
Η διαρροή επιστηµονικού προσωπικού απ’ την Ελλάδα µπορεί να αποστερεί τη χώρα απ’ τα πιο… λαµπρά µυαλά της, ωστόσο δίνει διέξοδο σε ένα ανθρώπινο δυναµικό υψηλής εκπαίδευσης, που παραµένει ανεκµετάλλευτο εδώ, απειλούµενο από την κατάθλιψη, τη µιζέρια, την ανέχεια και την αχρήστευση των πιο δηµιουργικών του ικανοτήτων. Παρ’ όλα αυτά, η διαφαινόµενη µετατροπή της Ελλάδας από χώρα αποστολής ανειδίκευτου προσωπικού (από τη δεκαετία του ’50 και ύστερα) σε χώρα εξαγωγής πτυχιούχων έχει συλλογικές, δυσµενείς επιπτώσεις.
Πολλοί επιστήµονες υποστηρίζουν ότι το φαινόµενο αυτό υποθηκεύει την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας, καθώς της στερεί τα πιο παραγωγικά µυαλά της. Επί πλέον, σηµαντικό µέρος του δηµόσιου χρήµατος που «επενδύουν» οι έλληνες φορολογούµενοι για τη λειτουργία της δηµόσιας δωρεάν (τουλάχιστον, µέχρι σήµερα) εκπαίδευσης στην ουσία χάνεται. Αφού το υψηλά εκπαιδευµένο ανθρώπινο δυναµικό που παράγεται εδώ θα αξιοποιηθεί σε µιαν άλλη εύρωστη χώρα, η οποία δεν έχει επενδύσει ούτε ένα ευρώ για την εκπαίδευσή του.
Τελικά, ποιος χάνει και ποιος κερδίζει από τη φυγή; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Μια χώρα χάνει το επιστηµονικό της δυναµικό, µειώνοντας τις πιθανότητες υπέρβασης της κρίσης της. Ένας νέος άνθρωπος κερδίζει την αξιοπρέπειά του σε ένα νέο περιβάλλον που σέβεται τις ικανότητες και τις γνώσεις του. Εγώ χάνω τους φίλους και συγγενείς. Και το ερώτηµα συνεχίζει να παραµένει αναπάντητο…
Δύο πράσινα παπούτσια που, αν και προφυλακίστηκαν άδικα, επιµένουν να «σεργιανάνε» στους φοιτητικούς διαδρόµους και δρόµους της Θεσσαλονίκης. Ένας µεταπτυχιακός στο Βερολίνο που στοχάζεται γύρω από τη νοσταλγία του Νάγκελ. Μια νεαρή δηµοσιογράφος που άφησε το µικρόφωνο για τα πανέµορφα highlands. Όλοι τους προσπαθούν να ενώσουν τα κοµµάτια ενός παζλ που θέλει να απαντήσει στο ερώτηµα «µένω ή φεύγω;».
Για να ζήσουµε σαν άνθρωποι κι όχι σαν αγρίµια. Του Παναγιώτη Κετίκη*
«Στο σταθµό του Μονάχου, µε πέταξε, άχου
η µαύρη µοίρα µου, µάνα κακοµοίρα µου»
που έλεγε και ο αείµνηστος Στράτος. Μπορεί η µοίρα µας σήµερα να µην είναι τόσο µαύρη και το Skype να αφήνει µια επικοινωνία µε την κακοµοίρα µάνα… αλλά η ξενιτιά είναι ξενιτιά. Η κρίση ήρθε να ζωντανέψει φαντάσµατα του παρελθόντος, που ο Έλληνας ξόρκιζε µισό και βάλε αιώνα, µε νεοφιλελεύθερες και εκσυγχρονιστικές µαγγανείες. Κάποτε έφευγαν ως «γκασταρµπάιτερς» στη Γερµανία… σήµερα φεύγουν για καριέρα στις Ευρώπες. Άλλοι λόγω αδιεξόδου και ανάγκης για µια δουλειά, άλλοι ζητώντας εργασιακή αξιοπρέπεια και αξιοκρατία και άλλοι θαµπωµένοι από τα «σύγχρονα» µοντέλα ζωής.
Το θέµα πάντα στην Ελλάδα ήταν πως έτρωγε τα παιδιά της… Αλλά πάντα κάποιοι επέλεγαν να µείνουν και να πολεµήσουν, όπως κάνουν κι άλλοι σε άλλες αντίστοιχες κοσµογωνιές. «Πού θα πας, ρε µαλάκα;» έλεγα στον κολλητό µου. «Αυτοί οι βόρειοι είναι σαν το κλίµα τους… κρύοι. Εδώ όλα τα στραβά τα έχουµε, αλλά τουλάχιστον θα δεις και ένα χαµόγελο, θα σου πουν ένα αισιόδοξο καληµέρα». «Καληµέρα θα λένε, αλλά χωρίς δουλειά;» (θα µπορούσε να απαντήσει, προσθέτοντας και πολλά άλλα).
Δεν ήθελα να τα δεχτώ. Ξέρεις, 6 χρόνια τώρα στο πανεπιστήµιο αλλιώς τα λογάριαζα, δεν είχα την κρίση στα πλάνα µου… Στα όνειρά µου είχα τις παρέες µου κάπου κοντά, όχι διεσπαρµένες σε όλη την Ευρώπη. Έλεγα να γίνω ακαδηµαϊκός, αλλά πλέον πού να βρεις θέση; Τα διδακτορικά απλήρωτα και τα µάστερ κατώτερα των ξένων. Αλλά αν κάτσουµε και βάλουµε κάτω την υπάρχουσα κατάσταση και την αποδεχτούµε ως µονόδροµο… θα οδηγηθούµε στην αυτοκτονία. Αισιοδοξία της βούλησης, λοιπόν. Να µείνουµε να πολεµήσουµε, πολιτικά και κοινωνικά. Να υπερασπιστούµε το υγιές και να πολεµήσουµε το άδικο. Το χρωστάµε στο λαό αυτόν που τόσα χρόνια πλήρωνε τους φόρους για να µας σπουδάσει. Να ψάξουµε νέους τρόπους ζωής. Απλά πραγµατάκια, για να ζήσουµε τα χρόνια αυτά ως άνθρωποι κι όχι ως αγρίµια. Νέοι άνθρωποι είµαστε, έχουµε σπουδάσει και δυο πράγµατα, όλο και κάτι έξυπνο και καινοτόµο θα κάνουµε. Δίκαια πράγµατα, χωρίς αφεντικά, χωρίς δούλους. Συνεταιριστικά. Στο χέρι όσων µένουν είναι να παλέψουν να αλλάξουν τα πράγµατα. Μέσα από τις καθηµερινές δυσκολίες θα µάθουµε να εκτιµούµε την ζωή µας…
* Ο Παναγιώτης Κετίκης, εκτός από «εν Ελλάδι φοιτητής (από γούστο)», όπως δηλώνει είναι, και ο µόνος έλληνας πολίτης που το 2007 προφυλακίστηκε για έναν µήνα στις Φυλακές Ανηλίκων στην Αυλώνα επειδή φορούσε… πράσινα «σταράκια». Πρόκειται για τον φοιτητή που συνελήφθη άδικα και σε µεγάλη απόσταση από µία εστία επεισοδίων στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια του αποδόθηκε ένα ολοφάνερα κατασκευασµένο κατηγορητήριο, µε µοναδικό ενοχοποιητικό στοιχείο το χρώµα των παπουτσιών του!
Μέρη που µπορούν τα όριά µας να χωρέσουν.
Του Διονύση Γρανά*
Φίλε µου,
δεν γράφω για να σου µιλήσω για µένα. Γράφω για ένα ποίηµα, για µια φιγούρα σκυθρωπή του Καββαδία, αυτή πιο πολύ µε συγκινεί... Μιλώ για τον πιλότο τον Νάγκελ, από τη Νορβηγία. Από κάτι νησιά του µακρινού βορρά ερχόταν, τα Λοφότεν, µε ελάχιστους κατοίκους και δύσκολο καιρό. Αφού, λοιπόν, ο Νάγκελ γύρισε ως πλοίαρχος τον κόσµο όλο, κουράστηκε, λέει, και ξέµεινε σ’ ένα λιµάνι, να ξεπροβοδίζει τα πλοία που φεύγουν. Και εκεί, στην ήρεµη απόσυρσή του, σκεφτόταν µε πόνο την πατρίδα του, τα νησιά του τα µακρινά. Ώσπου µια µέρα έφυγε η ψυχή του, µαζί µ’ ένα Steamer Tanker που ’χε πορεία για τον τόπο του.
Όλο έρχεται µπροστά µου η φιγούρα του Νάγκελ και µε στοιχειώνει, ειδικά εδώ στα ξένα. Τον φαντάζοµαι στην αρχή νέο και δυνατό, στην πατρίδα του, να πνίγεται. Τον φαντάζοµαι να φεύγει µε ανακούφιση. Όσο πιο µακριά τόσο πιο καλά. Μήπως µε τα πολλά τα µέρη και τους ανθρώπους τη δίψα του κατασιγάσει. Βλέπω µπροστά µου έπειτα το αγέρωχο χαµόγελο και τα µακριά µαλλιά του, καθώς παλεύουν µε τον θαλασσινό άνεµο, τους ωκεανούς, τα λιµάνια, τους έρωτες και τις φιλίες, τους αποχωρισµούς... Μεγάλωνε και αυτός µαζί µε τις αποστάσεις, τιθάσευε τον κόσµο. Κι ήταν όλα όσα φανταζόταν ο κόσµος, και ακόµη περισσότερα.
Και µετά τον φαντάζοµαι κουρασµένο, µπουχτισµένο. Τα χρόνια έφυγαν και τα λιµάνια έµοιαζαν τόσο ίδια, η θάλασσα τόσο µονότονη. Τον φαντάζοµαι βαρύ σε κάποιο λιµάνι, να ζητά λίγη σταθερότητα, στα πόδια, στα µάτια, στην ψυχή του, ένα κοµµάτι γη να δέσει. Και απ’ όλα τα µέρη και τα όµορφα που είδε, τί αναπόλησε πιο πολύ στη στιγµή αυτή τη στενάχωρη; Ένα µικρό και µίζερο κοµµάτι γη, µια ξέρα στο βορρά, τα Λοφότεν. Αντί η αίγλη του κόσµου να τα εκµηδενίσει, τα έκανε να φαντάζουν τόσο ονειρικά... Πόσο του έλειπε ο βράχος που έλεγε πατρίδα!
Τί του έλειπε, άραγε; Οι βράχοι οι µαύροι που τους δέρνει το κύµα το χειµώνα; Τα ψηλά και ανοιχτόχρωµα κορίτσια; Οι φίλοι που άφησε πίσω; Δεν ήταν ο κόσµος όλος αρκετός για να τον κάνει να ξεχάσει το χωριό όπου γεννήθηκε, τη µάνα που τον κράταγε; Και αν του έλειπε τόσο όλο αυτό, γιατί δεν γύρισε; Γιατί µαράζωνε κοιτώντας τα καράβια που φεύγουν, αυτός, αφέντης άλλοτε των θαλασσών; Ίσως ήξερε πως την πατρίδα του την είχε πια χάσει. Για σπίτι του είχε πια µόνο τη θάλασσα ή το λιµάνι που ξεβράστηκε. Τί ήταν τότε γι’ αυτόν τα νησιά Λοφότεν; Η ανάµνηση µιας ζωής που δεν έζησε; Τί δύναµη έχει το χαµηλό χορτάρι ενός ξερού τόπου απέναντι στην απεραντοσύνη και το µεγαλείο του ωκεανού;
Και ύστερα µου ’ρχονται στο µυαλό οι φίλοι, νωχελικά αραχτοί σε µια ταβέρνα στη Σαλονίκη, να ονειρεύονται, όπως κι εγώ άλλοτε, µέρη που να µπορούν τα όριά µας να χωρέσουν, κάπου καλύτερα, µακριά από ό,τι µας εµποδίζει. Τί έχω, άραγε, να τους πω; Για ποια απώλεια να τους µιλήσω, για ποια πατρίδα χαµένη, για ποια γκρίζα ξενιτιά, όταν µέσα τους φυσά ο αέρας αυτός του ωκεανού;
Δεν ξέρω, αλλά φαντάζοµαι πάλι τον Νάγκελ να κάθεται καπνίζοντας στο µόλο και να τα σκέφτεται όλα αυτά. Ή ίσως να µη σκέφτεται και τίποτα απ’ όλα αυτά, µόνο να ’χει στο κεφάλι του την ογκώδη σκιά µιας βορινής βραχονησίδας, που τη λέει ακόµη, γιά δες, σπίτι...
* Ο Διονύσης Γρανάς είναι µεταπτυχιακός δηµόσιου δικαίου και πολιτικής επιστήµης στη Νοµική ΑΠΘ, LLM στο Ελεύθερο Πανεπιστήµιο Βερολίνου.
See you later! Της Τζίνας Παπαµιχαήλ*
Την έκανα µε ελαφρά πηδηµατάκια πριν κάνα χρόνο περίπου, σε µια χώρα του βορρά που τυχαίνει να βρίσκεται στο µεγαλύτερο νησί της Ευρώπης. Μαζί µε τους γλάρους και τη θάλασσα. Ε, ναι, είµαι καλά εδώ πάνω. Κοιτάω αφ’ υψηλού την κατάσταση, απ’ τη δική µου φωλιά που έχτισα πάνω στα βράχια και δηλώνω εκτός. Τώρα αν θεωρείτε πως είµαι µεταναστευτικό πουλί επειδή πέταξα µε δυο σιδερένια φτερά, τότε τι να πω... µάλλον δεν θα ξέρετε τι εστί αποδηµητικό πουλί. Απλώς ξεχειµωνιάζω. Έφυγα από µια θερµή χώρα µε ψυχρό κλίµα για να ξεχειµωνιάσω σε µια ζεστή χώρα µε παγωµένο κλίµα. Σκληρή η λέξη µετανάστευση. Δεν µ’ αρέσει. Όπως δεν µ’ αρέσει η µιζέρια, το γλείψιµο, η κουτοπονηριά και η αρχοντοβλαχιά, το βόλεµα και το βύσµα. Πάντα υπάρχει ο γυρισµός, πάντα το φευγιό, πάντα η αλλαγή. Θα µπορούσα να παραµείνω εντός συνόρων και να εξασκήσω καλά τους σιελογόνους µου αδένες, να «δώσω» µερικούς συναδέλφους, να πάρω πίπα σε κάνα αφεντικό, να ζω µε τη µαµάκα µέχρι να γεράσω. Όµως, εγώ αλλιώς µεγάλωσα κι άλλα όνειρα είχα. Κι επειδή κατάλαβα πως είχα αρχίσει να εξοκέλλω, είπα να φύγω. Και καλά έκανα.
Βρήκα δουλειά αµέσως στο αντικείµενό µου, µε βάση τα πτυχία µου – που στην Ελλάδα τα σνοµπάρανε. Πάω για µεταπτυχιακές σπουδές σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήµια της Βρετανίας – που στην Ελλάδα έπρεπε να έχω βύσµα για να µπω. Πήρα υποτροφία για περαιτέρω σπουδές, βγαίνω για µπίρες µε τους συναδέλφους και το αφεντικό µου, έχω ελεύθερο χρόνο, κάνω αποταµίευση. Δεν βλέπω κάποιον λόγο να γυρίσω πίσω. Εκτός αν λόγος είναι οι βροχές και το κρύο. Κανείς τόπος δεν είναι τέλειος. Μετράς, δοκιµάζεις, τολµάς και βλέπεις τι σου ταιριάζει. Λίγο περιοριστικό δεν είναι να είµαστε εγκλωβισµένοι σε σύνορα; Οι ψυχές ταξιδεύουν και µαζί µε αυτές και τα σώµατά µας. Τι µαθαίνουµε τόσα χρόνια ξένες γλώσσες; Καιρός να τις χρησιµοποιήσουµε. Ωραία η Ελλαδίτσα, δεν λέω... και λείπει. Για το καλοκαίρι και τα µπάνια, για το φαγητό και την οικογένεια. Μπορεί κάποια στιγµή να ξαναγυρίσω. Μπορεί και να πάω σε άλλη χώρα, δεν έχω αποφασίσει. Άµα κάνεις την αρχή, δεν σταµατάς. Δεν θα έλεγα σε κάποιον να αφήσει τη χώρα του για να ζήσει καλύτερα κάπου αλλού. Για τον καθένα ο δρόµος είναι διαφορετικός. Εξαρτάται από τις αναζητήσεις και άλλους πολλούς παράγοντες. Ένας αγαπητός σκωτσέζος συνάδελφος µου είπε: «Αφού τα κατάφερες εδώ, µε τα περίεργα αγγλικά µας και κάνοντας αυτήν τη δουλειά, µπορείς να τα καταφέρεις παντού!» Σηµειωτέον, δουλεύω σε δηµόσια υπηρεσία ψυχικής υγείας.
Προσωπικά, κάπου είχα διαβάσει πως χωρίς ρίσκο δεν υπάρχει πρόοδος και νοµίζω πως θα συµφωνήσω µε το τελευταίο. See you later!
* Η Τζίνα Παπαµιχαήλ είναι δηµοσιογράφος και συντάκτρια του «Υποβρυχίου».