


Το 1991 διέσχισε µε τα πόδια τα ελληνοαλβανικά σύνορα για να βρεθεί στη γη της επαγγελίας. Στην Ελλάδα δούλεψε ως χτίστης, µάγειρας, περιπτεράς ενώ παράλληλα σπούδαζε φιλοσοφία. Το 2007 ολοκλήρωσε τις σπουδές του µε ένα PhD στις Πολιτικές Επιστήµες και την Ιστορία στο Πάντειο. Πόσο «ξένος» νοιώθει µετά από είκοσι χρόνια στην Ελλάδα ένας συγγραφέας που τα βιβλία του πια τα γράφει στα ελληνικά; Και πόσο καλύτερα µπορείς να καταλάβεις τον Έλληνα όταν τον βλέπεις µέσα από τα µάτια των άλλων;
Στην οµιλία σας στο TEDxThessaloniki ξεκινήσατε µε την ιστορία του ονόµατός σας.
Ναι, το όνοµα µου είναι Γκαζµέτ Καπλάνι. Γεννήθηκα τον Αύγουστο του 1967 στην Αλβανία, όταν το κοµµουνιστικό καθεστώς βρίσκονταν στο αποκορύφωµα της… παράνοιας του. Τότε απαγόρευσε διά νόµου τη θρησκεία και τα θρησκευτικά ονόµατα. Έτσι οι γονείς µου, όπως και οι άλλοι γονείς, έπρεπε να δηµιουργήσουν ένα καινούργιο όνοµα. Διότι η ζωή συνεχίζεται ακόµη και σε τυραννία. Επινόησαν λοιπόν το όνοµα Γκαζµέτ, που αποτελείται από δύο αλβανικές λέξεις: τη λέξη γκας που σηµαίνει χαρά και µετ που σηµαίνει πνεύµα. Δηλαδή, το όνοµα µου στα αλβανικά σηµαίνει χαρούµενο πνεύµα. Όσο για το Καπλάνι θυµηθείτε το βιβλίο, το «καπλάνι της βιτρίνας». Ασχολούµαι µε πολλά, κυρίως µε τη συγγραφή, είµαι συγγραφέας δηµοσιογράφος, πιο πολύ συγγραφέας.
Πόσο δύσκολο είναι για κάποιον να γράφει σε µια γλώσσα που δεν είναι η µητρική του;
Υπάρχουν πολλά παραδείγµατα µεγάλων συγγραφέων που έγραψαν σε γλώσσες που δεν ήταν οι µητρικές τους. Ο Τζόζεφ Κόνραντ ήταν Πολωνός και έγραφε στα αγγλικά, ο Μπέκετ έγραψε και στα Αγγλικά και στα Γαλλικά, ο Ιονέσκο αν και Ρουµάνος έγραψε στα Γαλλικά. Όσον αφορά τώρα τη δική µου περίπτωση αυτή η συζήτηση έχει αρχή αλλά δεν έχει τέλος. Μια από τις αιτίες που έγραψα το δεύτερο βιβλίο µου ήταν για να δώσω µια απάντηση σε αυτό το ερώτηµα. Δηλαδή, τι σηµαίνει να ζεις και να δηµιουργείς σε µια γλώσσα που τη µαθαίνεις όταν είσαι πια ενήλικος. Από αυτή την άποψη, µου συνέβησαν δύο πράγµατα: Πρώτον έπρεπε να γράψω σε αυτή τη γλωσσά διότι ζούσα σε µια χώρα που τη µιλούσε. Άλλωστε εγώ δεν ήθελα να γράψω ηµερολόγια που θα τα διαβάσει η µητέρα µου και οι φίλοι µου. Συγγραφέας έγινα, µε όλο το πάθος και τη µαταιοδοξία που έχει ένας συγγραφέας, γιατί µ’ αρέσει να αφηγούµαι ιστορίες στους άλλους. Το δεύτερο είναι ότι στα ελληνικά εκτέθηκα για πρώτη φορά δηµόσια, µε µερικά άρθρα σε ελληνικές εφηµερίδες. Έπειτα νοµίζω ότι η «ξένη» γλώσσα, µου έδωσε τη δυνατότητα να αναδηµιουργήσω το αφηγηµατικό µου στυλ: Επειδή στα πρώτα µου βιβλία γράφω για γεγονότα βιωµατικά, νοµίζω ότι µου έδωσε τη δυνατότητα µιας απόστασης από τα βιώµατα µου. Από ‘κει και πέρα, η σχέση που αναπτύσσεις µε µια γλώσσα που δεν είναι η µητρική σου, την οποία κατέκτησες και δεν σου δόθηκε, είναι πάντα ατελής και εκεί έγκειται η δύναµη της, στο ότι είναι µια σχέση ανοιχτή. Είσαι πάντα περίεργος, αβέβαιος. Έχεις περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις. Έτσι δεν πάσχεις από την αλαζονεία του ντόπιου που παίρνει τη γλώσσα ως δεδοµένη.
Χρησιµοποιείτε συχνά το πολύ ωραίο απόφθεγµα του Χιλιανού συγγραφέα Σεπούλδεβα «Αφηγούµαι σηµαίνει αντιστέκοµαι».
Μ’ αρέσει να αφηγούµαι ιστορίες. Ετοιµάζοµαι για ένα τρίτο ταξίδι στη ζωή µου σε µια άλλη γλώσσα. Πάω σε µια άλλη χώρα, µη γνωρίζοντας αν θα είναι προσωρινό ή για πάντα, και µερικές φορές αναρωτιέµαι αν θα γράψω σε αυτή τη γλώσσα ή αν θα γράφω πλέον τα βιβλία µου σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, αλβανικά, αγγλικά). Αυτό που κάνει κάποιον συγγραφέα είναι το πάθος του να µοιράζεται ιστορίες.
Ποια θεωρείται µια από τις πιο ωραίες ιστορίες που έχετε ακούσει;
Δύσκολη ερώτηση. Την πιο ωραία κωµικοτραγική ιστορία την έχω ζήσει στο Λονδίνο όταν είχα πάει πριν τρία χρόνια για την παρουσίαση του βιβλίου µου που µόλις είχε µεταφραστεί στα Αγγλικά. Το βιβλίο µιλούσε για τον Ενβέρ Χότζα και τα ολοκληρωτικά σύνορα όπου ζει ο ήρωας. Στο ξενοδοχείο εργαζόταν ένας πολύ ευγενικός κύριος µε παρουσιαστικό ασιάτη. Τυχαία είδα ότι λεγόταν Ενβέρ. Δεν αντιστάθηκα και τον ρώτησα: «Είστε από την Κίνα;». Μου απάντησε καταφατικά. «Το όνοµα είναι κινέζικο;» ρώτησα αθώα. «Είναι µια παλιά ιστορία», είπε, «είναι το όνοµα ενός αλβανού δικτάτορα». Στην αρχή νόµιζα ότι µου κάνουν πλάκα από τον εκδοτικό οίκο, ότι είχαν στείλει κάποιον να µε αποδεχτεί µε αυτό τον τρόπο. «Και τι σχέση έχετε εσείς;» ρωτώ. Εκείνος µου εξήγησε ότι ήταν από µια περιοχή της Κίνας που διαµένουν µουσουλµάνοι, ουιγκούροι, και γεννήθηκε σε µια εποχή που ο Χότζα και Μάο είχαν σφοδρό πολιτικό έρωτα. Τότε το όνοµα αυτό ήταν πολύ δηµοφιλές στην Κίνα. Μάλιστα στην πρώτη δηµοτικού τα έξι από τα δεκαεπτά αγόρια της τάξης του τα έλεγαν Ενβέρ!
Ακλουθώντας κανείς τη δική σας ιστορία, την ιστορία των µετακινήσεων σας, ακολουθεί και ιστορικούς κύκλους …
Είναι η µοίρα µου να ζω επαναλήψεις καταρρεύσεων. Έζησα την κατάρρευση του αλβανικού κοµµουνισµού και τώρα ζω την κατάρρευση του ελληνικού καπιταλισµού. Όταν γίνονται καταρρεύσεις οι άνθρωποι χάνουν τα σηµεία αναφοράς και αυτό είναι επώδυνο γιατί βρίσκονται µπροστά στο αβάσταχτο βάρος της ελευθερίας. Η αλήθεια είναι ότι νοιώθω τυχερός που φεύγω και πάω σε µια χώρα όπου θα αναπτύξω τις δυνατότητες µου ως συγγραφέας. Από την άλλη πλευρά, φεύγω µε βαριά καρδιά βλέποντας την Ελλάδα σε αυτό το ιστορικό σταυροδρόµι. Ξέρω ότι µερικές φορές όταν γίνονται βίαιες µεταβάσεις είναι πιο εύκολο να αυτοκτονήσεις παρά να ζήσεις. Υπάρχει ο πειρασµός της πολιτισµικής αυτοκτονίας, γιατί ζω σηµαίνει ότι θέτω τον εαυτό µου κάθε µέρα σε δοκιµασία, ότι πρέπει να δηµιουργήσω το µέλλον και όχι να το καταπολεµήσω. Οι µεγάλες καταρρεύσεις είναι επώδυνες, αλλά µόνο σε αυτές γίνονται οι πραγµατικές αλλαγές. Εύχοµαι στην Ελλάδα ο πειρασµός της ζωής να υπερισχύσει και όπως έλεγε ο Γιώργος Θεοτοκάς στο Ελεύθερο Πνεύµα το οποίο έγραψε το 1929 σε µια εποχή χρεοκοπίας: «Στους νέους που αγαπούν τους τραχείς αγώνες, που έχουν δυνάµεις να ξοδέψουν, που αγαπούν την ελευθερία, αυτή η ταραγµένη και δύσκολη εποχή τους προσφέρει ένα όµορφο και ανεξάντλητο πεδίο δράσης».
Πού πάτε, ποιο είναι το επόµενο βήµα;
Πάω στη Βοστόνη, στο Χάρβαρντ. Κέρδισα µια υποτροφία και θα συνεχίσω µια έρευνα που έχω αρχίσει εδώ και τρία χρόνια. Επίσης θα ολοκληρώσω το καινούργιο βιβλίο µου.
Με τι ασχολείστε συγγραφικά αυτή την περίοδο;
Το βιβλίο που γράφω τώρα ξεκινά στη Θεσσαλονίκη του 1943, όταν οι ναζί µάζευαν τους Εβραίους και τους έστελναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Βέβαια αυτό είναι µόνο ένα στιγµιότυπο. Το βιβλίο συνεχίζει µε ένα ταξίδι µε σταθµούς την Αλβανία, την Ελλάδα και την Σαγκάη .
Στις πρόσφατες εκλογές µπήκε στη Βουλή η Χρυσή Αυγή. Η ακροδεξιά έχει µια χρόνια µονόπλευρη σχέση µαζί σας. Αν γκουγκλάρει κάποιος το όνοµα σας, τα πρώτα site που σας αναφέρουν είναι φασιστικά.
Με τους ακραίους -είτε είναι σταλινικοί είτε είναι φασίστες- έχω µια ιδιαίτερη σχέση. Αυτοί έχουν πρόβληµα µε την ύπαρξη µου και εγώ µε την ιδεολογία τους η οποία προσπαθεί να εµφυσήσει στους ανθρώπους το θάρρος της καταστροφής και της αυτοκαταστροφής. Έχω ζήσει σε ένα τυραννικό καθεστώς και είµαι ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέµα της ελευθερίας και της δηµοκρατίας, τις οποίες δεν τις θεωρώ δεδοµένες και αιώνιες, καθώς µπορούν να χαθούν εν µια νυκτί. Αναφορικά τώρα µε την είσοδο των ναζί στη Βουλή… Μαύρη µέρα χάραξε! Το γεγονός µε έχει σοκάρει αλλά δείχνει τις µεγάλες παθογένειες της κοινωνίας. Μερικές φορές ίσως πρέπει να πάρουµε µια µεγάλη δόση τρόµου για να εκτιµήσουµε την οµορφιά. Ελπίζω να µην είναι τόσο µεγάλη η δόση, που να σκοτώσει τον οργανισµό.
Δείτε εδώ το video της συνέντευξης του Γκατζέμ Καπλανί με ακόμα περισσότερο υλικό