


«Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιµένει», ο περίφηµος στίχος από το Τσάµικο του Σαββόπουλου είναι ένας στίχος που πάντα µου προκαλούσε έντονα συναισθήµατα. Τώρα πια, σα να βλέπω την άλλη όψη του νοµίσµατος, µου προκαλεί έντονα αλλά αντίθετα συναισθήµατα από πριν.
Έχω βαρεθεί.
Να ακούω ότι όλα πρέπει να αλλάξουν και να µην αλλάζει τίποτα. Τις εξαγγελίες, τις καταγγελίες, τις διαβεβαιώσεις, τις διαψεύσεις.
Μεγάλωσα σε ένα κόσµο όπου οι στίχοι του Ντύλαν, της Μπαέζ, του Μάρλεϋ και του Λένον έρχονταν µε φόρα από το παρελθόν, τα τραγούδια των Clash, των U2 και των Public Enemy. µπορεί να ακουστεί βαρύγδουπο αλλά έτσι ήταν, διαµόρφωναν συνειδήσεις. Τα οικονοµικά ήταν µετα βίας στριµωγµένα σε κάτι χρωµατιστές σελίδες µέσα στις εφηµερίδες.
Τώρα όχι µόνο έχουν γίνει πρωτοσέλιδα αλλά κατακλύζουν σχεδόν ολόκληρη την ύλη. Η κυρίαρχη αφήγηση ανήκει πλέον στους οικονοµολόγους και στους αναλυτές. Ο κόσµος κρέµεται από τα χείλη τους. Η τέχνη έχει αντικατασταθεί από την οικονοµία.
Μια σκηνή από το Pulp Fiction.
O Σάµουελ Τζάκσον συζητάει µε τον Τζον Τραβόλτα µέσα στο αυτοκίνητο.
Jules Winnfield (Σαµιουελ Τζάκσον): Ok, πες µου για τα coffee shop.
Vincent Vega (Τζον Τραβόλτα): Εντάξει, τι θες να µάθεις.
Jules: Λοιπόν το µαύρο είναι ελεύθερο εκεί, ε;
Vincent: Ναι, είναι νόµιµο αλλά δεν είναι 100% νόµιµο. Δεν µπορείς να µπεις µέσα σε ένα εστιατόριο, να στρίξεις ένα γάρο και να αρχίσεις να την πίνεις. Σου επιτρέπουν να καπνίσεις στο σπίτι σου ή σε συγκεκριµένους χώρους.
Jules: Αυτά είναι τα coffee shop;
Vincent: Άκου πως έχει. Είναι νόµιµο να το αγοράσεις, είναι νόµιµο να το έχεις και αν είσαι ο ιδιοκτήτης ενός coffee shop είναι νόµιµο και να το πουλάς. Είναι παράνοµο να το κουβαλάς πάνω σου αλλά, δώσε βάση, αυτό δεν έχει και πολύ σηµασία. Ακόµα και να σε σταµατήσουν οι µπάτσοι στο Άµστερνταµ δεν επιτρέπεται να σε ψάξουν. Αυτό είναι ένα δικαίωµα το οποίο οι µπάτσοι στο Άµστερνταµ δεν έχουν!
Jules: [γελώντας] Oh, man. Θα πάω, τελεία και παύλα! Εκεί θα πάω γαµώτο
Vincent: Yeah, baby, θα γουστάρεις! Αλλά ξέρεις πιο είναι το πιο αστείο πράγµα στην Ευρώπη;
Jules: Τι;
Vincent: Οι µικρές διαφορές. Έχουν τα ίδια σκατά και εκεί που έχουµε και εδώ αλλά, αλλά εκεί, είναι λίγο διαφορετικά.
Jules: Παράδειγµα;
Vincent: Εντάξει. Λοιπόν, µπορείς να µπεις σε ένα κινηµατογράφο στο Άµστερνταµ και να αγοράσεις µπύρα. Και δεν εννοώ σε χάρτινο ποτήρι. Μιλάω για ένα κανονικό γυάλινο ποτήρι. Και στο Παρίσι µπορείς να παραγγείλεις µπύρα στα McDonald’s. Και ξέρεις πως αποκαλούνε το Quarter Pounder µε τυρί στο Παρίσι;
Jules: Τι, Δεν το λένε Quarter Pounder µε τυρί;
Vincent: Όχι man. Εκεί έχουν άλλο µετρικό σύστηµα. Δεν θα ήξεραν τι στο διάολο είναι το Quarter Pounder.
Jules: Και πως το λένε;
Vincent: Το λένε Royale µε τυρί.
Jules: « Royale µε τυρί.»
Vincent: Σωστά.
Jules: Και πως λένε το Big Mac;
Vincent: Το Big Mac είναι το Big Mac. Αλλά το λένε “Le Big Mac”
Jules: ( µε γαλλική προφορά) «Le Big Mac.» [γελάει] Και πως λένε το Whopper;
Vincent: Δεν ξέρω, δεν πήγα σε Burger King.
Το επιστέγασµα του παραπάνω διαλόγου είναι η ατάκα «Είναι τα nineties. O κόσµος πρέπει να έχει επιλογές.»
Σε αυτό το σύστηµα µεγαλώσαµε. Σε ένα σύστηµα που έδινε επιλογές.
Τώρα που προφανώς δε λειτουργεί, οι όροι του παιχνιδιού αλλάζουν. Πρέπει να τις δηµιουργήσουµε µόνοι µας τις επιλογές αυτές.
Δύο νέα παιδιά, η Αλεξάνδρα και ο Στάθης σε µια χώρα όπου η ανεργία στο ηλιακό τους γκρουπ ξεπερνάει το 55% είπαν να τη δουν αλλιώς. Αυτή τη στιγµή που µιλάµε κάνουν τα project τους πραγµατικότητα, ένα βιβλίο µε συνταγές µαγειρικής και µια ταινία, έχοντας τρέξει επιτυχηµένες καµπάνιες crowd funding στις διεθνείς πλατφόρµες του Kickstarter και του Indie go go αντίστοιχα.
Στην αντίπερα όχθη η χώρα σοκαρισµένη ανακαλύπτει ότι κρύβεται ένας πραγµατικός Μισισιπής στην Πελοπόννησο και λέγεται Μανωλάδα.
Σίγουρα έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι αυτές οι δύο ειδήσεις µου έφτασαν µε διαφορά µερικών ωρών. Αυθόρµητα σκέφτηκα ότι η Μανωλάδα είναι η δική µας Βοστώνη. Αυτό που µας γεµίζει πόνο και θλίψη αλλά και οργή ταυτόχρονα. Είναι δύο εντελώς άσχετα µεταξύ τους περιστατικά. Εδώ η τροµοκρατία δεν είναι τυφλή όπως στη Βοστώνη, βλέπει. Και σε εκείνα τα φραουλοχώραφα των αγανακτισµένων απλήρωτων για µήνες µεταναστών κρύβονται πολλοί περισσότεροι από αυτούς που δέχθηκαν τους πυροβολισµούς.
Κρύβεται µια κοινωνία που κρατάει την ανάσα της εδώ και καιρό κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ένα λεπτό στρώµα νερού είναι το τελευταίο που την εµποδίζει από το να ξεπεταχτεί για να πάρει µια βαθιά ανάσα.
Παλιά Ελλάδα που αντιστέκεσαι και επιµένεις, µας κουνάς υποκριτικά το δάχτυλο ότι πρέπει να αλλάξουµε αλλά εσύ παραµένεις ίδια. Για πόσο;
Μέχρι να καταλάβει η επόµενη από εσένα γενιά ότι τίποτα δε χαρίζεται αλλά κερδίζεται µε κόπο και αγώνα. Τότε θα φύγεις µε ένα φύσηµα…
Y.Γ. Σερ Tim Berners-Lee, «πατέρας» του παγκόσµιου ιστού:
«περιπλανώµενοι του κόσµου, χάσαµε ένα σοφό. Χάκερς της δικαιοσύνης, ακόµα ένας (δικός σας άνθρωπος) έφυγε. Γονείς, χάσαµε ένα παιδί. Ας θρηνήσουµε».
Υ.Γ. 2 Καλό ταξίδι Aaron Swartz