Camn3dat
Του Βαγγέλη Δαβιτίδη (vdavitid@ypovrixio.gr)
Share |
Η πηγή της ζωής

Το άσπρο είναι ένας καµβάς πάνω στον οποίο χορεύουν χρώµατα, σχήµατα, η θάλασσα, το φως. Όταν περιφέρεσαι στα σοκάκια κάποιας Χώρας των Κυκλάδων νοιώθεις ότι χάνεις το βάρος του σώµατός σου, αποµένει µόνο η σκιά σου στα λευκά ντουβάρια να επαληθεύει την κίνηση, γίνεσαι αερικό. Το εκτυφλωτικό λευκό αδειάζει το µυαλό σου. 

Μια από τις αγαπηµένες µου Χώρες είναι αυτή της Αµοργού, µάλλον επειδή µοιάζει στοιχειωµένη. Όλοι οι επισκέπτες του νησιού περνάνε από το διάσηµο µοναστήρι της Χοζοβιώτισσας, αιωρούνται πάνω από τον γκρεµό, τρώνε το λουκουµάκι που η παράδοση επιβάλει να φιλεύουν οι µοναχοί. Ελάχιστοι όµως περνάνε από τον Αϊ-Γιώργη τον Βαρσαµίτη. Είναι κρυµµένος σε µια βαθιά χαράδρα στο δρόµο που συνδέει τη Χώρα µε την ελάχιστα επισκεπτόµενη από τους τουρίστες Κάτω Μεριά. Δύσκολα θα µε χαρακτήριζα φαν του θρησκευτικού τουρισµού όµως όλες αυτές οι ιστορίες για το «λάλον ύδωρ» του Αϊ Γιώργη του Βαρσαµίτη που άκουγα χρόνια στην Αµοργό µου είχαν κινήσει την περιέργεια. 

Το µοναστήρι είχε χτιστεί τον 16ο αιώνα στα θεµέλια ενός µαντείου και ήταν πασίγνωστο λένε οι Αµοργιανοί σε όλο το Λεβάντε εξ αιτίας των προφητικών ιδιοτήτων της πηγής του. Είχε πάρει το όνοµά του από ένα αρωµατικό βότανο που φυτρώνει δίπλα στην πηγή, τον βάρσαµο, ένα φαρµακευτικό υδρόφιλο φυτό µε αντισηπτική δράση. Χρησµοί, θεραπευτικές ιδιότητες, η πηγή που υπήρχε ακόµα στο εσωτερικό του µοναστηριού, όλα αυτά είχαν υφάνει µες το µυαλό µου ένα µυστήριο που πολύ ήθελα να εξιχνιάσω. Έτσι πρόπερσι, αποφάσισα να θυσιάσω ένα µπάνιο και να επισκεφθώ αυτόν τον µυστηριώδη Αϊ-Γιώργη παρέα µε τον φίλο µου τον «Περού», έναν άλλο φαν της Αµοργού.

Φτάσαµε ντάλα µεσηµέρι σε αυτή τη δροσερή και κρυµµένη ρεµατιά, η θέα από το απέραντο γαλάζιο που είχες και µόνο σε αποζηµίωνε. Μας είχαν πει ότι ένας γέροντας κρατούσε το κλειδί του µοναστηριού µα εµείς δε βλέπαµε ψυχή πουθενά. Καθίσαµε να ξαποστάσουµε στη σκιά και σχεδόν είχαµε αποκοιµηθεί όταν εµφανίστηκε σα φάντασµα µια βλοσυρή ξερακιανή φιγούρα. «Κοπιάσατε για το µοναστήρι», µας ρώτησε αυστηρά. 

Άνοιξε την πόρτα και χωθήκαµε µέσα στη δροσιά. Το βλέµµα µας περιδιάβαινε τις βυζαντινές τοιχογραφίες από τον 17ο αιώνα που είχαν µείνει στο έλεος του χρόνου όµως πουθενά δε συνάντησε την περιβόητη πηγή. «Ξέρετε εµείς εδώ έχουµε έρθει κυρίως γιατί έχουµε ακούσει για το πηγοµαντείο». «Ελάτε µαζί µου τότε.» 
Σε µια γωνιά του ναού µια τσιµεντένια πλάκα είχε τοποθετηθεί πάνω σε µια τρύπα του δαπέδου. «Να η πηγή». «Ήταν εδώ µαντείο πριν γίνει εκκλησία;» «Ναι, µάλλον του Απόλλωνα.»

Μας πήρε πιο πέρα και κάτσαµε. Κατάλαβε ότι δεν είχαµε περάσει κατά λάθος από εδώ. Μας συστήθηκε. Κυρ Βαγγέλη τον λέγανε. Βαγγέλη Θεολογίτη. Κάθε λεπτό που περνούσε εκεί µέσα στο ηµίφως ένοιωθα ότι χτίζαµε ερώτηση µε την ερώτηση, πετραδάκι, πετραδάκι, µια σχέση εµπιστοσύνης µαζί του. Έτσι όταν αυτό που χτίσαµε έγινε ψηλότερο από το τοίχος της αµφιβολίας που είχε σηκώσει αρχικά, οι φειδωλές απαντήσεις του από µονολεκτικές µετατράπηκαν σε προτάσεις και σε λίγο σε χείµαρρο. Άρχισε να ξετυλίγει µπροστά µας κινηµατογραφικά το κουβάρι της ιστορίας του νησιού µέσα από την ιστορία της πηγής. Ο γέροντας µιλούσε αργά, µια γλώσσα µεστή, περιγραφική, που σου έλεγε πολύ περισσότερα από αυτά που άκουγες. Μια ξεχασµένη διάλεκτο στην οποία όµως περιέργως δεν είχες ούτε µια άγνωστη λέξη. Ήταν ο συνδυασµός τους αυτός που σου αποκάλυπτε τις εικόνες. Όταν π.χ. σου έλεγε «σύραµε να πάµε στο δίπλα χωριό» καταλάβαινες ότι αυτό ήταν µια µακρά και επίπονη διαδικασία τότε µε το κάρο και όχι µια υπόθεση πέντε λεπτών σήµερα µε το αυτοκίνητο. Θυµήθηκα τους γέροντες που είχα συναντήσει στα χωριά της Κάτω Ιταλίας πριν χρόνια. Σε κάτι τέτοια µέρη είναι που µαθαίνεις τη γλώσσα σου.

Μας διηγήθηκε τη διαδικασία µε την οποία διάβαζαν οι γεροντότεροι τα σηµάδια της πηγής. Ανέβαζαν µια κούπα νερό από την πηγή και µετέφραζαν τα χρώµατα των αντικατοπτρισµών που έκανε το φως. Οι Αµοργιανοί ρωτούσαν τα πάντα, όταν είχαν δίλληµα κατέφευγαν στην πηγή να τους το λύσει. 

Ο πατέρας του για παράδειγµα στα χρόνια της κατοχής είχε ένα ταξίδι να κάνει και αν και η πηγή είχε δείξει κόκκινο εκείνος το ρίσκαρε και πήγε. Οι Ιταλοί τον σταµάτησαν, τον συνέλαβαν και πέρασε αρκετές µέρες στη φυλακή. Αρκετά συχνά την συµβουλεύονταν για γάµους. Η καλύτερη δικαιολογία που είχαν οι γονείς να αρνηθούν εύσχηµα να δώσουν το χέρι της κόρης τους ήταν να τα «ρίξουν» στην πηγή. «Ξέρετε ο χρησµός βγήκε αρνητικός». 

«Γιατί σφράγισαν την πηγή παππού»;

Όταν η πηγή έγινε αφορµή να χαλάσει ο γάµος ενός ανώτερου δικαστικού του Αρείου Πάγου-  µε µια όµορφη θυγατέρα το 1967 εκείνος για να εκδικηθεί κίνησε τα νήµατα να κλείσει οριστικά η πηγή.  Tο Λάλον ύδωρ της πηγής στον Bαρσαµίτη σίγησε µετά από αιώνες κατόπιν αποφάσεως της Iεράς Mητροπόλεως Θήρας, Aµοργού και Nήσων µε τον κλασσικό νεοελληνικό τρόπο, µε βύσµα. 
«Έχω κάνει πολλές εκκλήσεις στην εφορία αρχαιοτήτων να έρθει να το ανοίξει αλλά κανείς δε θέλει να µπλέξει.» 

Σε λίγα χρόνια µαζί µε την πηγή θα έχει σιγήσει και ο κυρ Βαγγέλης. Απολαµβάνω την κουβέντα µε τους γέροντες. Αλλά αυτούς εδώ τους γέροντες που τους τα βγάζεις µε το τσιγκέλι. Που σου µιλάνε µόνο όταν πειστούν ότι θέλεις να ρουφήξεις σα σφουγγάρι, που δεν φωνασκούν στα κανάλια, που δε σου κάνουν προπαγάνδα, που δε χρησιµοποιούν την εξουσία τους όπως ο αρεοπαγίτης. Έχω βαρεθεί τους µεσόκοπους που έχουν γεράσει πριν την ώρα τους και κουνάνε το δάχτυλο στις νεότερες γενιές. 

Είµαστε µια γενιά γοµολάστιχα. Ξέρουµε µόνο να σβήνουµε το παρελθόν µαζί µε τα είδη που ζουν µαζί µας πάνω στον πλανήτη. Καιρός να µάθουµε να γράφουµε ιχνηλατώντας. Αλλιώς ο πλανήτης θα πάρει εκείνος τη γοµολάστιχα στα χέρια του…


Υ.Γ.  Δηλαδή αν δεν έπνιγε η αστυνοµία µε χηµικά την Αθήνα το µεσοπρόθεσµο δε θα περνούσε; Αγαπητέ κ. Παπουτσή προτείνω την επόµενη φορά που θα έρθουν οι Thievery Corporation να στείλετε τα ΜΑΤ στο Λυκαβηττό. Είχαν βάλει τον κόσµο να τραγουδάει ρυθµικά «¡EL PUEBLO UNIDO JAMÁS SERÁ VENCIDO!» Εκεί δεν έχει ασφαλίτες, έχει µόνο τροµοκράτες…


fashion addiction