


Μια λαμπερή Μαδριλένικη Κυριακή....
Πώς ξεκινάει ένα ταξίδι αλήθεια; Σε ποιο σημείο η έναρξή του
γίνεται φανερή, περνώντας από το πλαίσιο του θεωρητικού στο πρακτικό πεδίο
απτής πραγματοποίησης; Ίσως σε ένα από αυτά τα μέρη, που θα χαρακτηρίζονταν
ορθώς ενδιάμεσοι κόσμοι, εκεί που αφήνεις πίσω σου τον ένα παραμένεις μετέωρος
περιμένοντας να διοχετευτείς στον επόμενο. Συνεπώς ξανά σε αεροδρόμιο, check in, έλεγχος διαβατηρίων,
ανιχνευτής μεταλλικών αντικειμένων, Duty Free (απαραίτητη παράκαμψη - και ας περιμένει το αεροπλάνο - για
αγορά αλκοολούχων ποτών, τσιγάρων) που πραγματικά δεν αξίζει να επισκεφτώ
σήμερα γιατί βρίσκομαι καθοδόν προς τη Μαδρίτη, υπό τις καλύτερες δυνατές
συνθήκες, αφού για τις τελευταίες δυο εβδομάδες περνάω μια άνοιξη γενική,
γελώντας, βλέποντας μισογεμάτα ποτήρια παντού (δεν είναι καλό να είναι γεμάτα
γιατί χάνεται το κίνητρο του να τα γεμίσεις και τι μένει τότε, τις περισσότερες
φορές κιόλας υποσυνείδητα τα αδειάζεις για να ξανανιώσεις την αγωνία της
αναζήτησης…νομίζω) συν του ότι θα δω τον David μετά από περίπου δυο χρόνια. Καθισμένος
τώρα, πετώντας κάπου πάνω από την Ιταλία, αναπολώ την πρώτη μου φορά, γιατί
κάτι τέτοιο είναι η Ισπανία. Η πρώτη φορά που βρέθηκα σε ένα γάμο και που
πραγματικά ντράπηκα για την απλοϊκή, τουριστική μου εντύπωση περί της χώρας,
κάτι από τσιγγάνικο γλέντι με flamengo,ole και
τα λοιπά, όμως ήρθα αντιμέτωπος με γκαρσόνια που φορούσαν λιβρέες προσφέροντας
σαμπάνια. Άφωνος ήμουνα. Μόνο σαμπάνια κατέβαζα, ένα απωθημένο και αυτό να
παραστώ σε ένα τέτοιο σουαρέ… Έπειτα στο γεύμα τα ονόματα όλων με καρτελάκια –
ένας του γαμπρού ένας της νύφης – αντί για paelia κάτι άνοστες δυτικοευρωπαϊκές
πατέντες, στο τέλος η ορχήστρα καλεί τους νεόνυμφους για τον πρώτο τους έγγαμο
χορό και ο Ισπανός κρούνερ, προς έκπληξή μου, μας εκτοξεύει ένα απόκοσμο “strangers in the night” – αυτά όλα για να μην
γελάμε με τους ξένους που νομίζουν ότι σπάμε πιάτα και πίνουμε ρετσίνα.
Όμως η Ισπανία είναι τόσα πολλά πράγματα. Μέχρι τον 15ο αιώνα
διαφορετικά κράτη και η ιδέα του τυπικού Ισπανού ή της ξερής κίτρινης γης των
ταύρων ισχύει μόνο για τον νότο. Από την κεντρική Ισπανία και προς τα βόρεια η
γη είναι εύφορη και οι κάτοικοι πολιτισμένοι. Αποπνέουν αέρα πολιτισμικής
παρακμής, συνειδητά όμως περήφανοι γι’ αυτό που κάποτε ήταν, χωρίς μεμψιμοιρίες,
έχοντας με μοιρολατρική υπερηφάνεια αποδεχτεί το παρελθόν τους και κάνοντας
ό,τι είναι δυνατόν για να το ξαναχτίσουν (στατιστικές έρευνες της Ε.Ε. θα
πείσουν τον καθένα γι’ αυτή την αναδόμηση). Όμως οι κάτοικοι είναι
πεισματάρηδες και ποτέ δεν θα συμβίβαζαν την ισπανικότητά τους, για την οποία
δεν ακούν κουβέντα: «είμαστε η καλύτερη χώρα του κόσμου» ( γνωστά μεσογειακά
σύνδρομα έχω την εντύπωση). Μα το σημαντικό είναι πως σαν Έλληνας ποτέ δε θα
αισθανθείς ξένος στην Ισπανία. Είναι περίεργο το συναίσθημα του να ξέρεις πως
το μόνο που σε χωρίζει από όλους αυτούς δίπλα σου, είναι η αναθεματισμένη
γλώσσα (στον πύργο της Βαβέλ Έλληνες και Ισπανοί ήταν δίπλα-δίπλα), και ενώ δεν
καταλαβαίνουμε λεκτικά οι μεν τους δε, γιατί ονοματίσαμε διαφορετικά τα
πράγματα, τα πράγματα μονάχα αλλά όχι τις έννοιες, γι’ αυτό δεν αισθάνεσαι
ξένος γιατί νιώθεις άνετα σε οικείο περιβάλλον χωρίς να πρέπει να καταβάλεις
προσπάθεια προσαρμογής. Η εγκαρδιότητά τους επίσης, εξαλείφει κάθε καχυποψία,
εφόσον αποδεχτείς και τις γραφικές εκκεντρικότητες τους, όπως τον υγιή τους
εθνικισμό, την ψύχωσή τους με ό,τι το ισπανικό: φαΐ, κρασιά (ποτέ ένας Ισπανός
που σέβεται τον εαυτό του δεν θα καταδεχτεί να πιει γαλλικό κρασί) τσιγάρα (όλοι
καπνίζουν ισπανικά τσιγάρα, κυρίως Fortuna· σε κάθε cafe ή μπαρ έχει μηχανήματα τσιγάρων, έτσι κανείς ποτέ δεν
ξεμένει), περιορίζοντας την κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων στο ρόλο που αυτή
η ιδέα εισαγωγής είχε αρχικά, προϊόντα που δεν υπάρχουν στην χώρα και που
συνεπώς εισάγονται, αφού είναι ηλίθιο να εισάγεις κάτι που υπάρχει σε αφθονία
και επιπλέον να επιλέγεις από complexνεοπλουτισμού το ακριβότερο ξένο, μόνο και μόνο για να κρατάς τα βαζάκια και να
τα επιδεικνύεις «αθώα» στους καλεσμένους σου. Τι ζητάς να αποδείξεις; Οι
Ισπανοί σαφέστατα τίποτα, γιατί ζουν σε καθεστώς αυτονομίας – οι περισσότεροι
δεν μιλάνε αγγλικά (η εξήγηση του David ήταν το «Γιατί;», όλο έκπληξη
«Γιατί να μιλάμε αγγλικά και να μην μιλάνε οι άλλοι ισπανικά, αφού τα ισπανικά
μιλιούνται σε περισσότερες χώρες από κάθε άλλη γλώσσα;», αναφερόμενος σε όλη
την Κεντρική Αμερική, εξαιρουμένης της Βραζιλίας) και η ισπανική τηλεόραση
μεταγλωττίζει τα πάντα, στο σινεμά έχουν μια παράσταση την ημέρα με υπότιτλους,
ενώ οι υπόλοιπες είναι – ναι, μεταγλωττισμένες – άλλωστε, θεωρώντας πολιτισμικά
την Ν. Αμερική αποικία τους, η πνευματική παραγωγή της Ισπανίας συνδυασμένη μ’
αυτή της Ισπανόφωνης Αμερικής είναι τόση ώστε να τους δίνει το δικαίωμα να
επιλέγουν να αδιαφορούν για οτιδήποτε άλλο.
Φτάνω στη Μαδρίτη
απόγευμα
Πρώτο δείγμα πολιτισμού: όλοι
βγάζουμε τα τσιγάρα μας καπνίζοντας συνέχεια όσο περιμένουμε τις αποσκευές μας,
έπειτα ανακαλύπτω τον David και με το metro φτάνουμε στο κέντρο, αφήνουμε τα μπαγκάζια μου σπίτι
του και ξεχυνόμαστε στην ατελείωτη ισπανική νύχτα που στις 11.00 μμ. δεν έχει
καλά-καλά ακόμα αρχίσει – υπάρχουν clubτριών κατηγοριών, αυτά που ανοίγουν 10-3 το πρωί, μετά τα 3-7 και έπειτα τα after 7-12 ή 1 το μεσημέρι, έπειτα για καφέ στο κέντρο γύρω
από τη Lalatina ή στην ευρύτερη περιοχή νοτίως της Plaza Mayor –
εκεί που στο μεσαίωνα έκαιγαν τους αιρετικούς και σήμερα είναι ασφυκτικά γεμάτη
από τουρίστες κάτι σαν Πλάκα – σε ένα πρώην κομμωτήριο Pellyqueria που έχει μετατραπεί σε μπαρ – τα περισσότερα μπαρ
είναι σε χώρους που ήταν παλαιότερα κάτι άλλο, έχοντας διατηρήσει τα πρώην
διακοσμητικά στοιχεία – πίνουμε Cerveras ή Dick, το ισπανικό ουίσκι που μόνο με κόκα-κόλα κατεβαίνει,
διαπράττουμε ύποπτες αγοροπωλησίες με ένα Μαροκινό φελάχο που ο Θεός –
δοξασμένο ας είναι το όνομα του προφήτη – έστειλε στο δρόμο μας, σε ένα άλλο
μπαρ καταναλώνουμε κάμποσο από δαύτο με δύο κοπέλες που δε νομίζω ότι ήξερε ο David, αλλά γνωρίσαμε εκεί και η πρώτη νύχτα τελειώνει στο
σπίτι του David, μόνοι μας, τις δεσποινίδες
τις αφήσαμε σύξυλες στο μπαρ, γιατί μετά από δυο χρόνια υπάρχουν πολλές
λεπτομέρειες που πρέπει να διηγηθούμε ο ένας στον άλλο και ούτως ή άλλως είμαστε
στη Μαδρίτη όπου το ζήτημα γυναίκες ικανοποιείται χωρίς προσπάθεια αφού τα
μαγαζιά είναι γεμάτα από γυναικείες μπακουροπαρέες που σ’ αυτή τη χώρα έχουν
αναλάβει το ρόλο του κυνηγού – και με τίποτα δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει
κανείς τις Ισπανίδες ευκαταφρόνητες ως γυναίκες.
Το επόμενο πρωί κάνω
μια ανατριχιαστική ανακάλυψη
Ο ένας μου φακός βρήκε την
ευκαιρία τη νύχτα που όλα είχαν καταπραΰνει και δραπέτευσε επιθυμώντας να
παρατείνει την διαμονή του στην Ισπανία επ’ αόριστον, πράγμα απολύτως φυσικό μα
ολίγον τι ανάγωγο εφόσον δε μου ζήτησε την άδεια και ευχαρίστως θα τον άφηνα
πίσω, αλλά όχι πριν φύγω ο ίδιος. Έτσι τώρα είμαι εγκλωβισμένος σ’ ένα περίεργο
οπτικό σύμπαν, όπου το ένα μου μάτι μεταμορφώνει τα πάντα σε ιμπρεσσιονιστικά
τοπία, ενώ ο συνδυασμός και των δύο μου φέρνει πονοκέφαλο. Έστω, αυτός είναι
έτσι κι αλλιώς ο αγαπημένος μου τρόπος να επισκέπτομαι μουσεία, κοιτάς τον
πίνακα με το ελαττωματικό μάτι πρώτα προσπαθώντας να καταλάβεις τι είναι αυτό
που βλέπεις και μετά το επαληθεύεις με το μάτι που βλέπει. Φοβερό παιχνίδι,
αλλά κουραστικό. Παρόλα αυτά κάνω βόλτα στο κέντρο περνώντας από την Plaza Mayor γιατί έτσι πρέπει, έστω και μια
φορά και το βράδυ βγαίνω έξω όπου αντικρίζω ένα εκπληκτικό θέαμα: χιλιάδες
κόσμος στους δρόμους, στις πλατείες, να ανεβοκατεβαίνουν να έχουν μαζί τους
φορητά στερεοφωνικά, ποτά, μπουκάλια, μια μεταμεσονύκτια διάλυση. Στα μαγαζιά
να μπαίνουν μόνο για να αγοράσουν ποτά αυτοί που δεν προνόησαν από το σπίτι
τους και ξανά έξω. Ένα παζάρι επιθυμιών. Καταλήγουμε σε ένα club και πάω στο μπαρ με ένα φίλο του David να
πάρουμε ποτά, του λέω τι θέλω και αφού του δίνω τα λεφτά στέκομαι πίσω του
περιμένοντας να συνεννοηθεί με τον μπάρμαν και να γυρίσουμε εφοδιασμένοι με
αλκοόλ στους άλλους που μας περιμένουν προετοιμάζοντας συνοδευτικά χαρμάνια,
όταν ξαφνικά με πλησιάζει μια κοπέλα με ένα στυλό στο χέρι και μου λέει: “…confirmar”. Την κοιτάζω σαν UFO και ταυτόχρονα
κοιτάζω και γύρω μου για να σιγουρευτώ σχετικά με την εγκυρότητα της εμπειρίας.
Κάποιοι που στέκονται πιο δίπλα με κοιτάν με τη σειρά τους σαν UFO όταν
σηκώνω τους ώμους και λέω κάτι σαν “No hablo espanol, english, english”, αλλά η μουσική απαγορεύει κάθε διάλογο και το “confirmar” ξαναφτάνει στα αυτιά μου με χροιά δυσανασχέτησης. Έχω
κολλήσει πολύ άσχημα έτσι αβοήθητος, την κοιτάζω παρακλητικά «τι θέλεις κοπέλα
μου από ’μένα;» το καταλαβαίνει επιτέλους και μου δείχνει ένα στυλό, θέλει να
υπογράψω κάπου, γιατί; άγνωστο, παίρνω το στυλό και το χέρι της και υπογράφω
εκεί στον καρπό της, με κοιτά έκπληκτη, οι άλλοι γελάνε και γυρνάω την πλάτη
μου κατευθυνόμενος με το ποτό μου στο χέρι προς την γωνία που βρίσκονται οι
άλλοι, μπορεί οι Ισπανοί να είναι τελείως locos αλλά
εγκλιματίστηκα μια χαρά, Ole!
Ξυπνάω την Κυριακή
Μια λαμπερή Μαδριλένικη
Κυριακή αργά γύρω στη 1 το μεσημέρι και πάω για καφέ σε ένα παμπάλαιο cafe, μαυρισμένοι καθρέπτες, ξεφλουδισμένο ταβάνι, κάποτε
ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα εφάμιλλο του cafe florian στη Βενετία μα εδώ το μέρος αποπνέει
νηφάλιο decadence με
τα μαρμάρινα τραπέζια, τις άβολες μαύρες καρέκλες κι ένα γύψινο γλυπτό γείσο
στην οροφή, πήδημα σε άλλη χρονοδιάσταση, ταξίδι στο χρόνο, αλλά σίγουρα
είμαστε ακόμα εδώ στη Μαδρίτη πίνοντας καφέ και μετά pacharan (ένα liquer για μετά
τον καφέ) και ο David μου λέει ότι στην Ισπανία τίποτα δεν σταματά ποτέ,
μπορείς να τρως όλη μέρα ή να πίνεις.
Τη Δευτέρα αποφασίζω
να πάω στο Reigna Sofia
το μουσείο μοντέρνας τέχνης
που εκτίθεται η Guernica του Picasso· μέχρι
πριν από πέντε χρόνια βρισκόταν πίσω από αλεξίσφαιρο τζάμι γιατί κάποτε ένας
Φρανκικός φασίστας είχε πυροβολήσει το έργο που αναπαριστά το βομβαρδισμό και
τη σφαγή του άμαχου πληθυσμού της ομώνυμης πόλης από τον Φράνκο. Όταν φτάνω
απέξω όμως, η ουρά είναι πάνω από δέκα μέτρα ώστε αποφασίζω να πάω – αφού έχω
ονοματίσει τη Δευτέρα ως μέρα μουσείου – στο Prado το οποίο όμως
βρίσκω κλειστό γιατί είναι Δευτέρα οπότε ξαναγυρίζω στο Reigna Sofia που τώρα έχει μια ουρά Λερναία
Ύδρα που ξεπερνά τα 30 μέτρα…Αλλάζω δραστικά πλάνα και κατευθύνομαι με ένα
μπουκάλι vino Jumilia στο
πάρκο πίσω από το Prado το Retiro όπου αλλάζω άπειρες θέσεις, καθώς στην
αρχή βρίσκομαι κοντά σ’ ένα καταρράκτη και με πιάνει κατούρημα, μετά κάποιες
υποχθόνιες μούρες με πλησιάζουν οπότε διακριτικά εξαφανίζομαι και στο τέλος
βρίσκω καταφύγιο κάτω από ένα δέντρο, ξαπλωμένος στο χορτάρι, πίνω γεμάτες
γουλιές κρασί και δοξολογώ το Θεό που έφτιαξε τέτοιες χώρες. Όταν αποφασίζω να
εγκαταλείψω το πάρκο, τρεκλίζοντας πλέον, αδυνατώ να βρω έξοδο – τελικά κάθομαι
σε ένα παγκάκι και χαζεύω μια κοπέλα που φορά ένα πορτοκαλο-κίτρινο φόρεμα, ο
ήλιος ελέγχει τα πάντα, σίγουρος τώρα έπειτα από πεντάλεπτη siesta πάω
μια βόλτα στον Κεντρικό Σταθμό που είναι ένα γιγαντιαίο θερμοκήπιο.
Την επόμενη μέρα
παραπατώντας βγαίνω από το Reigna Sofia
μην μπορώντας να χωνέψω τους
τόσους Picasso, Miro και Dali ονειροβατώντας ακόμα από τον καταιγισμό ζωγραφιστών
οραμάτων, το απόγευμα μαζευόμαστε σπίτι και φεύγουμε για ένα ποτό, όμως κατά
την επιστροφή εγώ κι ο αδερφός του Davidπέφτουμε θύματα μιας συμμορίας έξι ατόμων που μας κολλάει στον τοίχο με
μαχαίρια στους λαιμούς μας και μας ξελαφρώνει από τα λεφτά μας, ο αδερφός όμως
χάνει την κάρτα της τράπεζας και αναγκάζεται να τους δώσει το pin του
ώστε μόλις μας αφήνουν φεύγουμε τρέχοντας για το σπίτι ώστε να ακυρωθεί
τηλεφωνικώς η κάρτα, η τηλεφωνική γραφειοκρατία αποδεικνύεται τουλάχιστον
εφιαλτική και ο Ισπανός νυσταγμένος αστυνόμος μας λέει να περάσουμε το πρωί για
τη δήλωση γιατί ούτως ή άλλως στις 5 το πρωί δεν λειτουργούν και πολλά
πράγματα.
Πρωινή επίσκεψη στους
μπάτσους και μου παίρνουν κατάθεση, εκπληκτικό, αλλά η εμπειρία είναι τόσο
καταλυτική που φεύγουμε από τη Μαδρίτη με κατεύθυνση το Escorial που μένουμε ένα βράδυ, ο καθεδρικός ναός εκεί έχει
σχήμα σχάρας, σύμφωνα με τον David, γιατί ο
Φερδινάνδος ο Β' τον έχτισε προς τιμήν του Lorenzo που οι
Ρωμαίοι έψησαν ζωντανό, παράλληλα στην είσοδο υπάρχει ο «επίπεδος θόλος» μία
αρχιτεκτονική ψευδαίσθηση βασισμένη στον τρόπο με τον οποίο είναι τοποθετημένοι
οι λίθοι αφού έπειτα καταναλώσαμε αρκετά ποτά σε γειτονικό, με το ναό, bar, μένουμε για βράδυ στο σπίτι μιας γνωστής του David, ένα σπίτι γήπεδο που χάνεσαι μέσα και πίνουμε τα
ακριβότερα κρασιά που έχουν στάξει ποτέ στο λαρύγγι μου – ένα ήταν του ’67!