


Σήκωσε τις γροθιές σου ... έτσι ... όχι αέρας ... ζύγισε
την, να έτσι ... κι έτσι και 1,2,3, ... 10 νοκ άουτ , πρωταθλητής. Ε, εσύ με το
αυτοκίνητο, φύγε από το ρινγκ, δεν ακούς τώρα θα σου δείξω, γαμώτο που άφησα τα
γάντια μια στιγμή, να πιαστώ από κάπου... μπα έφυγες, δεν άντεξες. Φοβήθηκες
όπως όλοι εκείνο το χειμώνα του '95, κανείς δεν άντεξε ... δεν τόλμησε ...
Ε! Κοπελιά! Ξέρεις ποιός είμαι εγώ; Άμα σου αστράψω μία θα
δεις ... να λες ότι θέλω μπάνιο, αφού ήμουν στο γυμναστήριο ο αίλουρος, έλα,
συγκρατήσου ευθεία, πάμε τώρα. Θα κάτσουμε λίγο σ' αυτό το πεζούλι, δεν είναι
τίποτα, ίσως ήπια λίγο παραπάνω μετά την προπόνηση, εντάξει και χθες έγινε το
ίδιο και προχθές. Δε φταίω εγώ, ο ανισόρροπος ο ατζέντης μου ο Αντώνης φταίει ...
εγώ του λέω κάθε μέρα ... κάθε φορά που τον βλέπω, κλείσε μου αγώνες, είμαι
έτοιμος ... τι μου απαντά, δε θυμάμαι ... όχι , μια στιγμή, κάποτε μου είπε να
κόψω το αλκοόλ και του λέω κλείσε μου αγώνες και θα το κόψω. "Πρώτα κόψτο
και μετά βλέπουμε". Κλείσε μου αγώνες πρώτα ... σε ποιόν νομίζεις ότι
μιλάς ρε έτσι; Θυμάσαι εκείνο το χειμώνα του '95; Δεξί, άμυνα, σκύψε, δεξί
ξανά, ανοιχτός από τα αριστερά όλο το βάρος του κορμιού το ένιωσα στη γροθιά
μου, θυμάμαι τον ήχο του σαγονιού που έτριζε, αργή κίνηση στη μνήμη μου,
πέφτει, πέφτει, πόση ώρα έπεφτε που να θυμάμαι. Πρωταθλητής, προβολείς, φλας,
χειροκροτήματα, εγώ, εγώ, ... που είναι το μπουκάλι, ε, είναι κανείς εδώ; Μπα,
άντε στα σπίτια σας να με δείτε στην τηλεόραση, εγώ καλά είμαι εδώ, ε ...
παιδιά, έχετε φωτιά; Άσε κάτω το σακάκι ρε ... ξέρεις ποιος είμαι εγώ, τώρα θα
δεις, εμπρός όλοι μαζί, ωραία, δεξί, αριστερό ...
Ο κόσμος αλλάζει γεωμετρική οπτική θέση, στο σύμπαν μένει
μόνο σταθερό μωλωπισμένο σημείο το κορμί
του που στριφογυρίζει αργά, πολύ αργά, πριν προσσεληνωθεί στο πεζοδρόμιο, ρυάκι
πορφυρό, πηγή το ματωμένο στόμα, εκβολές ο υπόνομος όπου όλα τα χρώματα
αναμεμειγμένα οπτική φροντίδα γίνονται ένα, μαύρο. Οι ώρες περνούν, αλλά δεν
τις μετρά κανείς, τότε γίνεται σχετικό το όλο ζήτημα ...
Τον βρίσκω κατά τις επτά, επτάμιση πεσμένο δίπλα στο
αγαπημένο του παγκάκι στη λεωφόρο, χωρίς σακάκι, παραδίπλα σπασμένο το μπουκάλι
του, είναι μια από τις γνωστές σκηνές μετά το χειμώνα του '95 και εκείνο το νοκ
άουτ που για άλλον προοριζόταν, άλλον πέτυχε και άλλον ουσιαστικά άφησε
παράλυτο για μια ζωή. Κρίμα! Τώρα μονάχα τον εαυτό του είναι σε θέση να βγάζει
νοκ άουτ και το λαχταρά, δεν έχει άλλη ζωή, τον έχω παρακολουθήσει αρκετές
μέρες, μου μιλάει και η γυναίκα του. Ξυπνά πάντα την ίδια ώρα, βράδυ, οκτώ περίπου,
τρώει κάτι βουλιμικά μέσα στην αγουροξυπνημένη του σούρα, γρυλίζει ότι έχει
γυμναστήριο, εξαφανίζεται για ώρες, ... τις περισσότερες τον γυρνάνε σπίτι οι
γείτονες αν έχει καταλήξει εδώ κοντά, αν πιο μακριά, κανάς γνωστός που τον
συνάντησε τυχαία ή και η αστυνομία. Αν έχει γίνει βίαιος, συνήθως πάω και τον
παραλαμβάνω ο ίδιος από το τμήμα ή από εφημερεύοντα νοσοκομεία. Γιατί ακόμη τον
προσέχω; Δεν ξέρω, αν δηλαδή η απάντηση πρέπει να δώσει μια ικανοποιητική
λογική εξήγηση στο σκιώδες 'γιατί' που ορθώνεται σαν όρνιο, φάσμα της ερώτησης.
Ένα, γι' αυτό, δύο, για κείνο, τότε σηκώνω τα χέρια ψηλά, μπροστά στην
υπολογιστική προσέγγιση της φιλίας, γιατί αυτό είναι η απάντηση στο γιατί, το
παράλογο της συνήθειας της φιλίας:
Χειμώνας, 1995, είναι ο τελικός πρωταθλήματος Πυγμαχίας, η
αποκορύφωση όλης της αγωνιστικής χρονιάς, μιας χρονιάς που θα μείνει ιστορική.
Δύο αντίπαλοι, τεθωρακισμένες ατμομηχανές και μποτιλιάρισμα έξω από το γήπεδο
ανάμεσα σε πυκνές νιφάδες χιονιού που κάνουν την έξαψη του κόσμου να έχει
φτάσει σε επίπεδα εκτόξευσης, οι προσδοκίες υποδαυλίζονται από τις δυσχέρειες
πρόσβασης και η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη. Το κρύο παγώνει το μεδούλι και το
μόνο αντίδοτο είναι ένας καλός αγώνας, στοιχήματα μέσα και έξω υπογραμμίζουν
την αγωνία, το αβέβαιο, κάποιοι πιο παλιοί συγκρίνουν τον αγώνα με εκείνον τον
αλησμόνητο του '75. Είναι ιστορική στιγμή και όλοι το ξέρουν, το νιώθουν, αυτόπτες
μάρτυρες και πλούσιες οπτικοακουστικές μνήμες για τις κρύες νύχτες του χειμώνα
γύρω από το τζάκι. Είμαστε όλοι εδώ και περιμένουμε ... Στα αποδυτήρια η
αδρεναλίνη έχει πλημμυρίσει το χώρο, έχει ποτίσει κάθε τετραγωνικό εκατοστό του
τοίχου, επικρατεί παροξυσμός, ακόμη δεν έχει έρθει η ώρα. Περιμένω έξω από την
πόρτα του, είμαι σίγουρος, ανάβω τσιγάρο, ψυχραιμία, με πλησιάζουν δυο τύποι,
ανατριχιάζω, τους έχω ξεχάσει τελείως. Ξαφνικά όλα καθαρίζουν στο κεφάλι μου, η
συμφωνία τον προημιτελικών τώρα ζητά τη δική μας τήρηση, με προσπερνάνε
χαμογελώντας με νόημα, σκύβω πετώντας το τσιγάρο, ενοχή, προδοσία, σπίλωση ενός
αθώου παιδικού ονείρου, είχε φανεί καλή ιδέα εκείνη τη στιγμή, δε θα τον
πέρναγε αλλιώς τον προημιτελικό ... και δεν πίστευα ότι θα πέρναγε στο τελικό,
όλα θα ήταν εντάξει αλλά
τώρα ... 'Μην
ανησυχείς, καταλαβαίνω, μπορεί να 'χω φάει αρκετές γροθιές στο κεφάλι, αλλά
καταλαβαίνω.' , δένει τις γάζες στα χέρια του, καρπούς και δάχτυλα, 'δεν είμαι
ηλίθιος, το ήξερα από τον προημιτελικό, δεν τον είχα με τίποτα, εκτός αν ...
αυτό που έγινε, απλώς κάθισε και τις έφαγε, ήξερα ότι είχες βάλει το χεράκι
σου, τσαντίστηκα στην αρχή, αλλά καταλαβαίνω, έτσι λειτουργεί το σύστημα, έτσι
κι αλλιώς δε θά 'ταν εδώ διαφορετικά ... 'Φορά τα γάντια, μερικές γρήγορες στον
αέρα, ικανοποίηση, 'όμως πες μου, περίμενες να περάσω στο τελικό; Όχι πες μου.'
Χαμογελάω, έχουμε ήδη νικήσει.
'Όχι'
Στεφανωμένο πρόσωπο. 'Μόνο πες του να μη βαράει πολύ δυνατά,
εντάξει; Ας το κρατήσουμε μεταξύ μας, αλλά δεν πέφτω νοκ άουτ, είναι όρος, στα
σημεία ναι, αλλά αποκλείεται με νοκ άουτ, να τους το πεις αυτό μεγάλε ... και
σε ευχαριστώ.'
Μου κλείνει το μάτι, γι' αστείο με ακουμπά δεξί κροσέ, τον
χτυπάω στον ώμο, 'είμαστε ομάδα Ο.Κ.; Πάμε τώρα.'
Η κάπνα καθιστά το χώρο έξω από το ρινκ, σε συνδυασμό με το
φωτισμό, αόρατο, το καμπανάκι, χορευτικό μπαλέτο στο καναβάτσο, στη τέταρτη
διακοπή με κοιτά σκυθρωπός. 'Τους το πες;'
Ζαρώνω το μούτρο μου. 'Δεν δέχονται'.
Το μικρό παιδί που αισθάνεται την αδικία. 'Μα σου είπα να
τους το πεις.'
Μισώ τον εαυτό μου. 'Πέσε κάτω, τελείωνε, δεν είναι τίποτα.'
Βλέπω ένα τρελό βλέμμα να εισβάλλει στα μάτια του, 'Αφού
θέλουν νοκ άουτ, θα έχουν νοκ άουτ, είμαστε ομάδα, δεν είμαστε;'
Δεν είχε ελπίδα ο άλλος, μόνο που η γροθιά του πιο βίαιη
παρά τεχνική, την απέφευγε εύκολα και η αντεπίθεση μ' έκανε να κλείσω τα μάτια
μου, ένας λυγμός σάλεψε μέσα μου, οι κραυγές με ξύπνησαν από το λήθαργο,
απόγνωση, το τέλος ήταν στη στιγμή του θριάμβου, απλά το τέλος, δεν υπήρχε άλλο
κεφάλαιο, οι ζοφερές φιγούρες μου το επιβεβαίωσαν βουβά όταν γύρισα και κοίταξα
προς το μέρος τους ... Ο ξυλοδαρμός που ακολούθησε τρεις μέρες μετά
αποκατέστησε τμήμα του χρέους, οι κατηγορίες για τον στημένο προημιτελικό
έφτασαν στα δικαστήρια, και η κούπα ξεχείλισε από κρασί, και όλα εξ αιτίας της
δικής μου φιλοδοξίας, ο τελικός, αλλά κάπου ήταν κοινός μας στόχος, 'είμαστε
ομάδα, εντάξει; ήξερε τι έκανε, όμως η
μαγεία της στιγμής εκείνης, ο τελικός ... ήξερα τι θα έκανε, όμως η μαγεία της
στιγμής εκείνης, ο τελικός ...