


Επάγγελμα: Εταιρεία
δισκογραφική
Αντικείμενο: Μουσική τροφή
Φιλοδοξία: Τα μενού
να είναι πάντα προσεγμένα και πρωτοποριακά .Η «γεύση» είναι στο αυτί του
καθενός.
Λοιπόν η Ninja tune είναι η εταιρεία που εδρεύει στο
Λονδίνο. Όπως όλες οι συνειδητοποιημένες εταιρείες με άποψη, ειδικεύεται σ’ένα
στυλ (με την ευρεία έννοια) μουσικής, που θα μπορούσαμε να το πιούμε έτσι απλά:
electrojuice. Το πώς ξεκίνησε όμως είναι το βασικό στοιχείο που την κάνει
ιδιαίτερη στο χώρο της. Το κίνητρο δεν ήταν κερδοσκοπικό, του στυλ «μαζεύουμε
ονόματα και τα κονομάμε», αλλά η θέληση να βγεί παρα έξω το ταλέντο ορισμένων μουσικών και οι ιδέες τους πάνω στα
breaks.
Άλλο βασικό σημείο διαφοροποίησης της Ninja tune είναι ότι
οι ιδρυτές της ήταν οι ίδιοι μουσικοί, παραγωγοί, Dj’s και ερευνητές της
μουσικής, γεγονός που τους κάνει πιο ευαισθητοποιημένους σ’αυτό που
παρουσιάζουν, σεβόμενοι πρώτα την μουσική και όχι τις πωλήσεις. Φτάνει να
αναφέρω ότι οι ίδιοι σαν Coldcut ηχογράφησαν στην εταιρεία τους, μετά από τέσσερα χρόνια ύπαρξης, το τέταρτο τους
άλμπουμ. Έυγε!!!
Εν αρχή ήταν δύο τύποι που τους λέγανε Coldcut. Αυτοί οι
λαμπροί νέοι ακούγανε στα ονόματα Jonathan More και Matt Black. Από το 1987 που
ηχογραφήσανε το πρώτο τους single “Say kids, what time is it? ”(το πρώτο σαμπλαρισμένο
άλμπουμ που βγήκε στην Αγγλία), μέχρι την δημιουργία του δικού τους video
sample software “Vjamm”, οι Coldcut προκαλούν αλλάζοντας τους όρους
της διασκέδασης, αδιαφορόντας για μέτρα και όρια, και προσπαθώντας παντα να
εφαρμόσουν νέες τεχνικές στην δημιουργία
beat και ήχων.
“Ο ένας ήταν Ιρλανδός…ο άλλος Ιουδαίος.” O Jonathan More
ήταν καθηγητής καλών τεχνών και ο Matt Βlack προγραμματιστής computer. Μαζί
συνυπήρχαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, παίζοντας μουσική σε πειρατικούς
σταθμούς και σε διάφορα clubs. Ξεκίνησαν στον πειρατικό σταθμό Kiss την εκπομπή
“Stay kids” και άνοιξαν το δρόμο για το “Pump up the volume”των MARRS. Το 1987
έφεραν στο προσκήνιο τον όρο Remix που όλοι πια γνωρίζουμε, βάζοντας τα
φωνητικά της Ισραηλίτισσας Ofra Haza στο κομμάτι των Evic.b. and Rakim “Paid in
full” το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστό.
Το δισκογραφικό τους ντεμπούτο έγινε το 1990 και λίγο καιρό αργότερα σ’ένα ταξίδι στην
Ιαπωνία γεννήθηκε η ιδέα για την Ninja tune. Εκεί ο Matt και ο Jon ανακάλυψαν
ένα βιβλίο με συνήθειες των Ninja. Έφτιαχναν λέει κάτι σπίτια καταπληκτικά με
ειδικές παγίδες όπου μπορούσαν να εξαφανίζονται και να ξαναεμφανίζονται σε άλλο
σημείο. Ήταν ένα κόλπο τεχνιτής και
κρυμμένης ταυτότητας, ένα πράγμα που μεταμορφώσανε στο μαγικό κόσμο των ήχων και της μουσικής.
Το 1993 η Ninja tune κυκλοφόρησε το πρώτο της νούμερο, το
άλμπουμ “Philosophy”.Tα επόμενα τρία χρόνια με αργά και σταθερά βήματα χτίσαν
τον underground οργανισμό της Ninja. Η φήμη της απλώθηκε σ’όλο τον κόσμο μέσα από τις συλλογές “Jazz
breaks” που άνηκαν στην «μέδουσα μουσικό» D.J Food. Πρόκειται για μίξεις
instumental πάνω σε Jazz, Latin, Dub και Hip-hop ρυθμούς. Αναμφισβήτητα όλοι
αυτοί οι D.J Food έβαλαν το σπόρο και
τις ρίζες για το είδος που μετονομάστηκε trip-hop.
H Ninja tune άρχισε
να συγκεντρώνει έναν αριθμό ανοιχτόμυαλων δημιουργών. Το αποτέλεσμα ήταν να
κυκλοφορήσει φοβερά διαμάντια με ονόματα όπως The Herbaliser, Funki Porcini,
Amon Tobin, London Funk Allstars, Up bustle and out, Mr Scruff, kid Koala κ.α. Τον Οκτώβριο του 1995 εντελώς τυχαία η Ninja tune άνοιξε το
πιο ζεστό Club στο Λονδίνο το STEALTH με party D.J Food recipe for disaster.
Για πρώτη φορά όλοι οι παραγωγοί-dj’s της Ninja tune μαζεύονταν στο ίδιο club
και παίζανε τις μουσικές τους.
Το 1996 αποφάσισαν να κλείσουν γιατί όπως είπαν «Είναι ωραίο
κάτι να φεύγει στο απόγειο της δόξας του, έτσι ώστε να μείνει». Το καλό είναι
ότι η Ninja tune συνεχίζει ακόμα ακάθεκτα πάντα υπό την καθοδήγηση των Cold
Cut το μουσικό ταξίδι που έχει ξεκίνησε.
Ένα ταξίδι που εμπλουτίζεται με τον καιρό από διάφορους μαχητές αθάνατους και
αναλλοίωτους που έχουν ψηλά το λάβαρο της μουσικής κυριαρχίας.
D.J Food
Όσοι πιστεύουν ότι πίσω από το όνομα D.J Food κρύβεται ένα
πρόσωπο, κάνουν λάθος. D.J Food είναι πολλά πρόσωπα. Ουσιαστικά είναι Food for
DJ’s και το θέμα είναι ποιος μαγειρεύει το φαϊ. Στην αρχή της δεκαετίας του ’90, οι Matt Black
& Jonathan More (Coldcut) δημιούργησαν μια σειρά συλλογών Jazz brakes/Ninjatune
που λεγόταν D.J Food series και στην συνέχεια η συνταγή εμπλουτίστηκε από έναν
άνθρωπο computer για την δημιουργία κομματιών, τον (P.C) Patrick Carpenter. Στο
φαΐ μπήκανε και άλλα ομοϊδεάτικα υλικά όπως: Paul Brook, Paul Radiger, Strictly
Kev και Isaac Elliston. Στα σετ που έκαναν σε διάφορα μαγαζιά, το πρόβλημα ήταν
η ονομασία δηλ. Coldcut & Food. Ετσι ανέλαβαν οι P.C & Strictly ως Food
και οι Coldcut παρέμειναν ως έχει..
Τώρα καθώς τα χρόνια πέρασαν και το φαϊ άλλαξε λίγο γεύση
συνεχίζουν σαν leaders οι P.C & Strictly Kev με καλεσμένους παραγωγούς και
Dj’s όπως: Bundy K.Brown, Ken Nordine & Alitod κάτω από την προστασία της
Ninja tune.
Καλή όρεξη.
AMON TOBIN (Ο Ήσυχος Ταξιδιώτης)
Είναι μεγάλο πράγμα να είσαι στην πρώτη γραμμή της electro μουσικής
στρατιάς και να μην καβαλάς το καλάμι αλλά να είσαι ήρεμος, αμίλητος αφήνοντας
τη μουσική να μιλάει για σένα, να γίνεται το μυαλό και ο λόγος σου. Αυτός είναι
ο Amon Tobin που γεννήθηκε στη Βραζιλία και που από μικρό παιδί η καρδιά του
χτύπαγε batucada. Η αγάπη του για τα απότερα όρια της jazz και η εμμονή του στη
δημιουργία «θορύβου» είναι η αιτία της μουσικής που δημιούργησε.
Ξεκίνησε ως Cujo στην εταιρία Ninebar rec. κάνοντας το
ντεμπούτο του με το “Adventures in Foam”. Ακούγοντας το η Ninja tune τον πήρε
με το μέρος της για το 2ο του album το 1997 “Bricolage” το οποίο έτυχε
παγκόσμιας αναγνώρισης. Ακολούθησε το –καλύτερο για μένα- πιο μυστικιστικό
μαύρο αλλά ώριμο μουσικώς “Permutation”. Άρχισαν να τον συγκρίνουν με τον Ennio
Morricone και τύποι όπως ο David Byrne και οι Cannibal Corpse με τον τρόπο τους
παρουσίασαν προς τα έξω τον Tobin ο οποίος ξαφνικά βρέθηκε να παίζει sold out
συναυλίες.
Στη Ν. Αμερική ξεπέρασε σε πωλήσεις ονόματα όπως οι Massive
Attack, Bjork κλπ. εισβάλλοντας στο μουσικό στερέωμα χωρίς να αλλοιώνεται. Τα
χρόνια πέρασαν και φτάσαμε στο “Supermodified”, το τελευταίο του album που για
πολλούς είναι η αναχώρηση του Διαστημοπλοίου “Amon Tobin” μιας και όλα τα άλλα
ήταν η προετοιμασία. Τρελό album και απρόβλεπτο. Χρησιμοποιεί samples από
μηχανάκια, φρένα, φτυσίματα και κλανιές! Εντάξει τι άλλο να πούμε για τον τύπο. Φτάνει να ακούσετε
δυνατά τις δουλειές του για να καταλάβετε. Μπορεί να λυπηθείτε για τα ηχεία σας
αλλά σίγουρα θα ωριμάσετε μουσικώς. Ave!
“Up, Bustle and out
Οι “Up, Bustle and out” ίσως είναι οι παράνομοι καβαλάρηδες
του ήχου, ληστές ποιητές που εξαφανίζονται όσο εύκολα χτυπάνε τα μουσικά
δρώμενα. Χρόνια στο μουσικό στερέωμα μα ακόμα τους χαρακτηρίζει η ιδιαιτερότητά
τους να έχουν τη δικιά τους χαμηλών τόνων παρανομία.
Το πρώτο τους single “An african friendship” βγήκε το ’91
και έγινε ένα δέντρο με πολλά διαφορετικά κλαδιά. Κλαδιά μουσικού οράματος και
ποίησης. Το επαναστατικό αυτό δέντρο προκάλεσε τον Τύπο που δεν ήξερε που να
τους χτυπήσει. Αυτοί πάλι μείνανε στο γήπεδο με την μπάλα χαμηλά σαν οι
παράνομοι του μουσικού κεφαλαίου.
Ξεκίνησαν στο Bristol, βαρεθήκανε και ξαφνικά βρεθήκανε στις
ακτές της Κούβας ηλιοκαμένοι από τον επαναστατικό ήλιο να γράφουνε μουσικές.
Αφρικάνικοι ρυθμοί με κοφτά beat, κοντραμπάσο στο μεγαλείο του με φλαμέγκο
κιθάρες για γαρνιτούρα.
Το 1997 - 30 χρόνια από το θάνατο του Che - κυκλοφορήσαν το
Rebel Radio, ένα φόρο τιμής στον θρυλικό Commandante και τον ομώνυμο
ραδιοφωνικό σταθμό που ο ίδιος ίδρυσε. Ήχος break-beat ανακατεμένος με ρυθμούς
της Κούβας και funk βαθύ όσο το Grand Canyon … και αυτό είναι το session 1.
Αναμένοντας το session 2 είμαι χαρούμενος που υπάρχει ένα τέτοιο γκρούπ και
συνεχίζει ακάθεκτο. Δεσμεύομαι να επανέλθω στους Up, Bustle & Out με
συνεντεύξεις απ’ τους ίδιους αλλά και άλλους επαναστάτες μουσικούς που ως πρώτη
αξία έχουν τη μελωδία της μουσικής και μόνο.