


Τι σας έρχεται στο μυαλό
ακούγοντας τον όρο ηλεκτρονική μουσική;
Μήπως καταιγιστικά beat που σου λιώνουν τον εγκέφαλο, γκλαμουριάρικα clubμε περίεργη πόρτα, φτασμένοι dj που έρχονται στην Ελλάδα
για την κονόμα και τα νησιά;
Ιδού λοιπόν κι η intelligent πλευρά του νομίσματος...
Blend & Digital Alkemist
(Γιώργος Μαντάς & Κώστας Χρυσόγελος)
-Αλήθεια πως ξεκινήσατε
να ασχολείστε με τη μουσική; Ποιές είναι οι μουσικές σας ρίζες;
D.Α : Στην οικογένεια μου υπάρχουν πάρα πολλοί
μουσικοί. Άκουγα rock, heavy metal, τέτοια πράγματα... Αρχές ‘90 φτιάξαμε ένα γκρουπάκι, τους Rotten Minds και λίγο αργότερα ξεκίνησαν
τα πάρτυ. Trance, πολύ trance, τότε έγινε και η πρώτη
επαφή με την ηλεκτρονική μουσική. Με τα γκρουπ δε σταμάτησα να ασχολούμαι,
μπήκα στους Nightstalker, τώρα πλέον παίζω μόνο στα live,
ενώ παράλληλα άρχιζα να παίζω μουσική στο PC για
χαβαλέ. Και εξελίχθηκε.
Blend : Εμένα ο πατέρας μου δούλευε σε τράπεζα... αλλά
άκουγε Elvis, rock ’n roll και τέτοια! Πολύ νωρίς συνειδητοποίησα ότι η
μουσική ήταν που ήθελα να κάνω. Πάντα δούλευα πρωί κι έλεγα, φτου πάω πάλι να
κάνω αυτό που δε γουστάρω Γύρω στα δεκαεφτά μου, φτιάχνουμε ένα ποπ γκρουπάκι,
τους Bella Union. Παράλληλα αρχίζω να
φτιάχνω τα πρώτα μου κομμάτια σ’ ένα Atari ST. Από την κατάληξη μπορείτε να κρίνεται πιο από τα δύο υπερίσχυσε
τελικά.
Το κακό με τον Έλληνα
καλλιτέχνη που κάθεται στο σπίτι του και ζωγραφίζει, παίζει μουσική ή ό,τι
άλλο, είναι ότι περιμένει να του χτυπήσουν την πόρτα και να του πουν, μεγάλε
έχω γαμώ τα φράγκα, θα σε πάω εγώ σε γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Δεν γίνονται έτσι
τα πράγματα. Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να καταφέρεις να πουλήσεις τον εαυτό
σου κάνοντας μια τέχνη γιατί αυτά τα δύο δε συμβαδίζουν. Η Ελλάδα χρειάζεται label για να πάει μπροστά, δε γίνεται να υπάρχουν μόνο δύο τρία. To μεγαλύτερο κακό στην Ελλάδα είναι ότι ο καθένας δουλεύει πάντα για την
πάρτη του κι όχι για να δημιουργήσει ένα σύνολο, μια κολεκτίβα από την οποία θα
ανθίσουν καινούριες καταστάσεις. Πάρε για παράδειγμα το Wild Bunch στο Bristol, Massive Attack, Portishead κι όλοι αυτοί.
Δέκα άτομα παρέα που κάνανε πάρτυ στο Bristol κι είδες τι ξεπήδησε
τελικά από κει. Αυτοί οι άνθρωποι το πιστεύανε όμως.
-Μήπως ένας πιο intelligent ήχος όπως της ambient να μη χρειάζεται να σου επιβληθεί με την ένταση, το μέγεθος;
Blend : Το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος μπορεί να περάσει
εξίσου καλά ακούγοντας ambient. Kαι στο χέρι του dj είναι να εκπαιδεύσει το κοινό. Μπορεί να ακούγεται λίγο ψυχρό αυτό αλλά αν
σερβίρεις ένα καλό φαγητό θα το φάνε όλοι. Αλλά θα έπρεπε να υπάρχει
περισσότερη διάθεση από αυτούς για
καινούρια πράγματα. Όμως όντως ο κόσμος έχει συνηθίσει να χορεύει μόνο όταν η
μουσική βαράει πάνω από τα 130 bpm και δεν μπορεί αλλιώς
τώρα. Οι περισσότεροι που πηγαίνουνε στα club είναι πιτσιρικάδες. Όπως
παλιά άκουγαν heavy metal, τώρα ακούνε trance. Δως μου κάτι να βαράει ...
D.Α. : Δε φταίει μόνο το κοινό ή οι djs. Φταίνε και τα μαγαζιά. Το Umatic για παράδειγμα έχει δύο
σκηνές κι οι δύο όμως παίζουν τα ίδια. Απλά στη μια παίζει ο γνωστός techno dj και στην άλλη ο … άγνωστος techno dj.
-Yυπάρχει
κάποιο μεγαλεπήβολο project στα σκαριά;
Blend: Προσπαθώ να στήσω ένα labelόπου οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι και φίλοι στην ουσία. Δεν μπορεί με
τίποτα να βρεθεί μια εταιρία να βγάλουν τα πράγματά τους με αποτέλεσμα όσο
περνάει ο καιρός να χάνουν τον ρυθμό τους, το πάθος τους. Δεν είναι πολύς
καιρός που το πήρα απόφαση και βλέπω τρομερή ανταπόκριση από παιδιά που θέλουν
να κάνουν τη μουσική τους καλύτερη αλλά δεν υπάρχει ένα label να
παρουσιάσουν τη δουλειά τους κι έτσι εκλείπει το κίνητρο.
D.Α.: Πρόσφατα ολοκληρώσαμε ένα ενδιαφέρον project με μουσική για δύο μικρού μήκους ταινίες με τίτλοDots & Frames των Ιβάν Βουντίδη και
του Νίκου Νικολόπουλου και θέμα το αστικό τοπίο της Αθήνας.
-Πως προέκυψε η
συνεργασία μεταξύ σας;
Blend : Το «Μάγος» ως όνομα το ήξερα πολύ καιρό, ίδια
περιοχή, τα Πατήσια, παρόμοιες παρέες. Γνωριστήκαμε τελικά σ’ ένα στούντιο όταν πήγα εκεί για να δουλέψω
κούριερ!
D.Α. : Εγώ ήδη δούλευα εκεί ηχολήπτης. Του είπα ότι
παίζω μουσική, μου απάντησε το ίδιο.
Blend : Ναι, του είπα ότι έχω έρθει για να δουλέψω
κούριερ και τον ρώτησα πού σπούδασε ηχοληψία.
D.Α. : Απάντησα σ’ ένα ΙΕΚ.
Blend : Τότε του αποκάλυψα ότι είχα σπουδάσει ηχοληψία
στο Λονδίνο. Ωραία, εσύ πήγες και στο Λονδίνο μου είπε και έσκασε στα γέλια...
Τι μαλάκας, σκέφτηκα!
Lo-Fi
(Λάμπρος Τσάμης)
-Τα κλασσικά. Πως άρχισε
η ενασχόληση με τον ηλεκτρονικό ήχο;
Κατά τη διάρκεια των
σπουδών μου στα μέσα της δεκαετίας ’80 έγινε το πέρασμα από την κλασσική ροκ αντίληψη στις νέες τάσεις όπως το hip hop, κι η acid jazz. Τότε ανακάλυψα τον Brian Eno, τους Can, κάποιες δουλειές του Miles Davis με αρκετά ηλεκτρονικά περάσματα. Γενικά ήταν μια πολύ έντονη μουσικά
κατάσταση τόσο στη μουσική παιδεία όσο και στη δράση. Ήμουν συνέχεια από
στούντιο σε στούντιο ηχογραφώντας sessions, πολλοί
αυτοσχεδιασμοί με άλλους μουσικούς.
-Τι project σε απασχολεί αυτή την εποχή;
Τώρα ετοιμάζω μια
ηλεκτρονική συλλογή με κομμάτια φίλων, με όνομα Mediterrana Exotic sounds from Athens και θα κυκλοφορήσει λογικά από τους Biofighters. Επίσης υπάρχουν κάποιες ηχογραφήσεις με τους Drogatek, μια κολεκτίβα καλλιτεχνών που περιλαμβάνει από μουσικούς μέχρι γραφίστες.
Η τελευταία δουλειά αυτής της ομάδας ήταν μια παρουσίαση σε τρία τέσσερα sessions των κλασικών ηλεκτρονικών μουσικών που επηρέασαν
το σύνολο της ηλεκτρονικής σκηνής Παρουσιάστηκε στο Μικρό Μουσικό Θέατρο με
τίτλο Avandegardism.
-Πως σας επιτίθεται η
καθημερινότητα, βιοποριστικά εννοώντας σ’ αυτό που προσπαθείτε να κάνετε;
Η καθημερινότητα είναι
αμείλικτη. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα τέτοιου είδους μουσική είναι κυρίως hobby. Δεν μπορείς να την εξασκείς βιοποριστικά Στα μαγαζιά που παίζω ως dj υπάρχουν δεδομένοι
περιορισμοί. Ωστόσο κάνουμε κάποια παρτάκια κατά καιρούς στο Red Sea με τις μουσικές που
πραγματικά μας εκφράζουν.
-Υπάρχουν κάποια
μελλοντικά projects που θα θελες να κάνεις;
Η αγαπημένη μου φάση
είναι οι συνεργασίες γιατί γνωρίζοντας κόσμο δέχεσαι απρόσμενες επιρροές και
ερεθίσματα. Κάποια στιγμή θα βγούνε και κάποια κομμάτια που έχω κάνει με τον Coti K και τον Blend είτε σε συλλογές είτε ως αυτούσιο υλικό. Επίσης βρίσκω παλιές μου
ηχογραφήσεις τις οποίες θέλω να τις επεξεργαστώ. Με πετυχαίνεις μάλλον σε μια
φάση απολογισμού, είναι σα να κλείνει ένας κύκλος.
-Έχεις λοιπόν καμιά ιδέα
για το που πρόκειται να κινηθούν τα πράγματα στο μέλλον;
Ακούω πολλά καινούρια
πράγματα αλλά δε διακρίνω κάτι που να δείχνει τι θα γίνει στο μέλλον. Βέβαια τα
περισσότερα από τα ακούσματά μου κινούνται στο χώρο του ambient κι αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ο
συγκεκριμένος χώρος θα εξελίσσεται. Πιστεύω πως η πιο χορευτική ηλεκτρονική
μουσική έχει δώσει όσα ήταν να δώσει. Σε λίγο καιρό ο κόσμος θα ξαναρχίσει να
αισθάνεται την ανάγκη να ακούσει μουσική από αναλογικά, πραγματικά όργανα.
Φτάνοντας στο απόγειο του ψηφιακού ήχου και της τεχνολογίας θα επιστρέψει η
ανάγκη για μια πιο φυσική πνοή στη μουσική.
Coti K
(Κωνσταντίνος Κυριάκος)
-Πως και CotiK;
To ψευδώνυμο μου το επέβαλε η αδερφή μου από πολύ
μικρή ηλικία. Έχω βαφτιστεί Λουκάς Ρολάνδος. Το Κυριάκος είναι το επώνυμο!
-Πότε ξεκινάει η
ενασχόλησή σου με τη μουσική;
Από το σχολείο. Είχαμε
ηχογραφήσει με μια φίλη μια κασέτα όπου παίζαμε ήχους από διάφορα αντικείμενα
εκ των οποίων κανένα δεν ήταν μουσικό όργανο. Η αλήθεια είναι ότι πάντα με
έλκυε πιο πολύ ο ήχος, που είναι κι αυτό μουσική βέβαια, παρά οι νότες.
-Πότε σου έκανε κλικ ότι
με τη μουσική θα ασχοληθείς επαγγελματικά;
Σπούδασα ηχοληψία σχεδόν
κατά λάθος, την οποία βέβαια στην πορεία την ερωτεύθηκα. Δούλεψα μια δεκαετία
ως ηχολήπτης σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και αργότερα σε στούντιο. Αν και από
δεκαπέντε χρονών με ενδιέφερε η μουσική, μόνο τα τελευταία χρόνια εργάζομαι ως
μουσικός, στη δική μου περίπτωση σαν κάποιος που του ζητάνε να δημιουργήσει
ήχους. Πολλοί δίσκοι που έχουν βγει από τις αρχές του ’90 δεν ήταν
επαγγελματικοί με την έννοια του ότι ζω από αυτό. Αυτό βέβαια δεν τους κάνει
λιγότερο σημαντικούς, αντιθέτως μάλιστα.
-Πότε υπέγραψες την πρώτη
σου παραγωγή;
Όταν άρχισα να δουλεύω
στην Ελλάδα ως ηχολήπτης, δεν είχε φτάσει καν εδώ ο όρος παραγωγός. Η παραγωγή
ήταν ένα περίεργο πράγμα το οποίο γινόταν έτσι κι αλλιώς απ’ όλη την αλυσίδα
ανθρώπων που ασχολούνταν με το δίσκο. Μιλάμε για εποχές Stereo Nova, όπου οι παραγωγές ήταν
ευέλικτες και συνήθως ένα συνολικό αποτέλεσμα. Μετά το ’95 μου ζητήθηκε να
ασχοληθώ συγκεκριμένα με την παραγωγή.
-Από τότε πόσες παραγωγές
έχεις κάνει;
Όχι πάρα πολλές γιατί δεν
το επιδιώκω. Έχω κάνει για τους Ονειροπαγίδα, Βocomolech, τους Raining Pleasure, τους Μenta, τα Διάφανα Κρίνα, τον Blade Reineger και αισιοδοξώ και τον καινούριο δίσκο των Tuxedo Moon.
-Ας μιλήσουμε λίγο για τη
δική σου μουσική. Ποιά εξέλιξη διαπιστώνεις από τις πρώτες σου δουλειές μέχρι
σήμερα, σε τι φάση βρίσκεσαι τώρα;
Αυτή είναι μια καλή
ερώτηση και με προβληματίζει τον τελευταίο καιρό. Προσπαθώ να συλλέξω έναν όγκο
υλικού και να φτιάξω κάτι που να μπορώ να αποκαλέσω δίσκο και τελικά
αναρωτιέμαι τι πραγματικά θα ήθελα να ακούσω από τον εαυτό μου. Σ’ αυτό που
ενδεχομένως να είμαι λίγο καλός είναι στο να δημιουργώ ηχητικά τοπία. Για μένα
έχει πολλές ομοιότητες με τη γλυπτική. Μαζεύεις ένα υλικό και μετά το
σμιλεύεις. Κατά μια έννοια, εκείνη η κασέτα που είχα φτιάξει με τη φίλη μου στο
σχολείο είναι παραδόξως πιο κοντά σ’ αυτά που θέλω να κάνω τώρα παρά το υλικό
που μεσολάβησε.
Αντώνης Λιβιεράτος
-Μπλέχτηκες με τον
ηλεκτρονικό ήχο εξαρχής ή πολύ αργότερα αφού άρχισες να παίζεις μουσική;
Ήρθε από το ξεκίνημα στην πραγματικότητα.
Εκείνη την εποχή άκουγα Kraftwerk και Velvet Underground. Έτσι και αλλιώς δεν υπήρχε τότε σαφής
διαχωρισμός μεταξύ του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού. Όλοι ξέρανε ότι αυτοί οι
Γερμανοί παίζουν ηλεκτρονικά αλλά ροκ τους θεωρούσανε. Η ίδια ακριβώς ασάφεια
εξακολουθεί να υπάρχει για μένα στη διάκριση ηλεκτρονικού και μη ηλεκτρονικού
ήχου είτε πρόκειται για ακουστικό είτε
για ηλεκτρικό. Όρια δεν υπάρχουν και τα πράγματα οφείλουν να διαχέονται το ένα
μέσα στ’ άλλο.
-Πως και σταμάτησες να
εξασκείς το επάγγελμα του γιατρού και στράφηκες στη μουσική;
Αν περιορίσεις την
ημερήσια ενασχόλησή σου με τη μουσική όχι μόνο δεν προχωράει αλλά πάει και προς
τα πίσω. Ατυχώς κι η ιατρική είναι ένα πολύ απαιτητικό επάγγελμα οπότε έπρεπε
να αποφασίσω ποιους θα αφήσω και με ποιους θα πάω. Είχα φτάσει να κοιμάμαι ένα
τρίωρο κι η κούραση ήταν μεγάλη.
- Ποιες είναι οι
καινοτομίες που επέφερε η ψιαφική τεχνολογία στην επεξεργασία του ήχου;
Η μεγαλύτερη αλλαγή που
επέφερε το ψηφιακό μοντέλο είναι η κατάργηση της σαφήνειας των σταδίων
επεξεργασίας της μουσικής. Κάποτε μιλούσαμε για σύνθεση, ενορχήστρωση,
εκτέλεση, ηχογράφηση, μίξη. Τώρα το να μεταφέρεσαι από το ένα στάδιο στο άλλο
κάνοντας διαρκώς μπρος πίσω είναι πολύ συνηθισμένο. Άλλο ένα πράγμα το οποίο έχει αλλάξει είναι
ότι μέσω του sampling μπορείς να δημιουργήσεις καινούρια μουσική
χρησιμοποιώντας ως ελάχιστο μόριο όχι πλέον μόνο το φθόγγο, τη νότα αλλά και
μεγαλύτερες ψηφίδες όπως μια φράση ή μια λούπα.
- Σε τι φάση σε
πετυχαίνουμε μετά τη δεύτερη δουλειά των IllegalOperation αλλά και το τρίτο
προσωπικό σου album “MotherTongue”;
Το νέο είναι ότι δε θα
παίζω από δω και πέρα στους Illegal Operation λόγω διαφοροποίησης δημιουργικών κατευθύνσεων.
Υπάρχει όμως το σχήμα με το οποίο παίζουμε liveχρησιμοποιώντας το όνομά μου ως επικεφαλίδα. Το σχήμα περιλαμβάνει δύο
μουσικούς, εμένα στα πλήκτρα και τις κιθάρες και τον “chief” Πήλιουρα στα ντραμς, τον dj Marble με hip hopεπιρροές, τον vj (video artist) Blue frogκαι η Βανέσα που χορεύει.
-Βλέπεις κάτι φρέσκο κι
ενδιαφέρον στη μουσική τον τελευταίο καιρό; Τι ευχαριστιέσαι να ακούς;
Ξεχωρίζω τον Amon Tobin αλλά και άλλους
καλλιτέχνες από τη Ninja Tune,
κι επίσης τoν Matthew Herbert. Βρίσκω ενδιαφέροντα διάφορα πράγματα που
κινούνται στις παρυφές του hip hop όπως κάποια από τα γκρουπ της Def Jam καθώς και ιάπωνες dj όπως ο Krush.