Camnedat *
* Σαμιζντάντ = Ο αυτοσχέδιος και παράνομος Τύπος σε περιόδους ύφεσης και παρακμής.
Του Βαγγέλη Δαβιτίδη
Share |

Μια ιστορία από το Κατεμάκο

Το πρωί αν δεν πιώ δύο καφέδες, δεν μπορώ να ξυπνήσω με τίποτα. Και το καλό με εκείνο το πρωινό είναι ότι βρισκόμουν στο Κατεμάκο της Βερακρούζ και οι Μεξικάνοι έχουν υπέροχους καφέδες. Το κακό είναι ότι δε ξέρουν να τους φτιάχνουν.

Μετά από ένα περιπετειώδες νυχτερινό ταξίδι επτά ωρών, είχαμε φτάσει εν μέσω άγριας καταιγίδας – οι καλοκαιρινοί μήνες στο Μεξικό είναι η περίοδος των βροχών - το προηγούμενο βράδυ στις 4 το πρωί, στο Κατεμάκο, ένα γραφικό χωριό στις όχθες μιας τεράστιας λίμνης και μας είχαν κυριολεκτικά πιάσει τον κώλο για να κοιμηθούμε σ’ ένα άθλιο ξενοδοχείο αφού η τουριστική υποδομή του Μεξικού είναι στα γνώριμα δικά μας επίπεδα του «καλώς ήλθε το δολάριο». 

Το πρωί λοιπόν αν δεν πιω δύο καφέδες, δεν μπορώ να ξυπνήσω με τίποτα. Και μπορεί ο ζεστός μεξικάνικος αλά νεροζούμι καφές αυγουστιάτικα να είναι άθλιος, ωστόσο το τοπίο με τα διάφορα πουλιά που πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου και διέσχιζαν τη λίμνη και τα καταπράσινα νησιά στο βάθος της, σου έδιναν την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε τοπίο του Τόλκιν. Υποτίθεται ότι θα κάναμε την κλασική τουριστική βαρκάδα την οποία πρότεινε το lonelyplanet, γι’ αυτό άλλωστε είχαμε τραβηχτεί τόσο μακριά, όμως στο μυαλό μας είχε καρφωθεί η ιδέα να πάμε στο Μοντεπίο, ένα ψαροχώρι στο δέλτα ενός ποταμού δύο ώρες από το Κατεμάκο.

Μια ξύλινη βεραντούλα, με χόρτα για σκεπή στις όχθες της λίμνης, ήταν το σημείο στο οποίο απολαμβάναμε τον καφέ μας, εγώ κι ο Παναγιώτης, γιατί ο Βασίλης, ο μόνος που μιλούσε ισπανικά, δε μας είχε ακολουθήσει σ’ αυτή μας την εξόρμηση. Ήμασταν σε μια χώρα όπου ελάχιστοι μιλούν αγγλικά κι οι πιθανότητες να μπορέσουμε να κάνουμε ένα συγκροτημένο διάλογο με κάποιον στο χωριό αυτό, λίγο πιο έξω από το πουθενά, ήταν όσες περίπου είχε κι η Εθνική για να πάρει το Euro.

Εκτός από μας, στο αυτοσχέδιο εστιατόριο, ο θεός να το κάνει, βρισκόταν και μια σαραντάρα η οποία, στις όποιες απορίες μας για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαμε προς το Μοντεπίο, απάντησε αν και Μεξικάνα, στα αγγλικά! Ο άγγελος του Ρεχάγκελ είχε κάνει και μια στάση από Μεξικό. Η Νόρμα ήταν επιστήμονας, τώρα τι ακριβώς δε θυμάμαι. Πρόσφατα είχε τελειώσει μαζί με τον άντρα της ένα ντοκιμαντέρ για τους Μάγια κι ακόμη πιο πρόσφατα εκείνος την είχε παρατήσει. Ελεύθερη πλέον, γυρνούσε εντελώς άσκοπα τη χώρα ή τουλάχιστον εμένα έτσι μου φάνηκε. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και φουντωτά σαν της Μέδουσας και τα μάτια της γαλάζια και πετούσαν σπίθες. Τα χρόνια είχαν αφήσει στο όμορφο πρόσωπό της, το σημάδι τους. Μόλις άκουσε για το ψαροχώρι ψήθηκε να έρθει κι εκείνη. Έλα όμως που ήταν απένταρη. Μάλιστα εκείνη τη στιγμή έστηνε την αιώρα της στη βεράντα και προσπαθούσε να πείσει την ιδιοκτήτρια να δουλέψει με αντίτιμο στέγη και φαΐ.  

Την έβλεπα τη δουλειά. Αυτή θα μας φορτωνόταν κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα να πάθω στο Μεξικό. Κρύβοντας τις δυσάρεστες σκέψεις μου, την πήραμε μαζί στο «αγροτικό» που έκανε το δρομολόγιο μέσα από τη ζούγκλα. Το αντίτιμό της ήταν 60 πέσος και ισοδυναμούσε με δύο καλά γεύματα. Αφού είχαμε διανύσει μια απίστευτα όμορφη διαδρομή μέσα από πυκνή βλάστηση, φτάσαμε στο μαγικό δέλτα του ποταμού και το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να βουτήξουμε στα ζεστά νερά του κόλπου του Μεξικού. Στο σημείο λίγο πριν χυθεί το ποτάμι στη θάλασσα ένα τσούρμο από δέκα πιτσιρίκια έπαιζαν με το δυνατό ρεύμα, ενώ οι δύο μανάδες τους καθόντουσαν τεμπέλικα κάνοντας τους αραιά και που παρατηρήσεις. Ήταν ήδη απόγευμα, όταν η Νόρμα ανέλαβε να τους ρωτήσει πού ήταν εκείνοι οι περίφημοι καταρράκτες για τους οποίους είχαμε ακούσει τόσα πολλά.

«Τους έχουν κάνει αξιοθέατο κι επιπλέον χρεώνουν 80 πέσος στην είσοδο. Μην ασχολείστε, θα σας δείξουμε πολύ καλύτερα πράγματα. Αλήθεια που θα κοιμηθείτε το βράδυ;»

«Δεν έχουμε κανονίσει τίποτα, μάλλον εδώ στην παραλία.»

«Α, όχι, όχι, είστε προσκεκλημένοι μας στο χωριό μας, τη Νουέβα Βικτόρια.»

Μία ώρα αργότερα, το αταίριαστο τσούρμο με τα γυναικόπαιδα και τους τρεις μας, κατευθυνόμασταν με το φορτηγάκι της Αϊντέ, έτσι έλεγαν την ανέλπιστη οικοδέσποινά μας, προς το χωριό. Φτάνοντας, στήθηκε η προετοιμασία για το βραδινό. Στα τεράστια καζάνια βράστηκαν απίστευτες ποσότητες καλαμποκιού που μόλις είχαν κόψει. Η ιεροτελεστία ήταν η εξής. Λεμόνι, τριμμένο τυρί, τσίλι σε σκόνη και καλή όρεξη. Στήσαμε τις αιώρες μας στη στεγασμένη αυλή αφού μέσα δε χωρούσαμε και η καλοκαιρινή βραδινή μπόρα ήταν το καλύτερο νανούρισμα. Το επόμενο πρωινό, η Αϊντέ μας είχε ήδη φτιάξει ομελέτα και αυγά όταν ξυπνήσαμε.

«Πάρτε δυνάμεις γιατί θα τις χρειαστείτε.»

Η Αϊντέ ήταν η δασκάλα του χωριού. Βγαίνοντας στο χωριό άρχισε να στρατολογεί πιτσιρίκια. «Ε, Χουάν πιο είναι το πιο όμορφο μέρος εδώ γύρω;»

Οι καταρράκτες στους οποίους πήγαμε κατέληγαν σε μια πανέμορφη λίμνη. Ούτε τουρίστες, ούτε αντίτιμο, ούτε τίποτα, απλά η περιέργεια ενός πιτσιρικά να εξερευνά. Δύο ντόπιοι μας έδωσαν τ’ άλογα τους για να κάνουμε μια βόλτα μέχρι την πιο δίπλα κοιλάδα. Αμέσως μετά, μας πήγαν στ’ αγαπημένα τους μέρη κατά σειρά, ο Μιγκέλ, ο Χοσέ κι ο Εντουάρντο και αν δεν κόντευε να νυχτώσει θα ήμασταν ακόμη εκεί. Δεν μπορούσα ακόμη να συνειδητοποιήσω ότι τέτοια ώρα χθες, ούτε που τους γνωρίζαμε αυτούς τους ανθρώπους. Περιττό ν’ αναφέρω ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί αν δεν είχαμε πάρει το «βάρος», την απένταρη Νόρμα μαζί μας.

Η Αϊντέ μάλιστα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει τη Νόρμα ούτως ώστε να δουλέψει κι εκείνη ως δασκάλα στο χωριό. Η Νόρμα τρελάθηκε στην προοπτική ότι μπορεί να καθόταν μερικούς μήνες ακόμη στη Νουέβα Βικτόρια. Μάλιστα αν τύχει να περνάτε από τη Βερακρούζ καμιά φορά, μη διστάσετε να περάσετε μια βόλτα από τη NuevaVictoriaκαι να βρείτε την Αϊντέ, σίγουρα θα το χαιρόταν πολύ.

Ayde Del Angel

Nueva Victoria

Municipio de San Antres Tuxtla, Veracruz,

Και πού ‘στε; Δώστε της κι ένα φιλί από μένα.

Και η αφορμή που τη θυμήθηκα:

Μέχρι και πριν από λίγο καιρό, οι πορτοκαλί σελίδες στο κέντρο της εφημερίδας μου φαίνονταν περιττές και γι’ αυτό τις ξεφορτωνόμουν άμεσα στον κάδο του περιπτέρου. Πρόσφατα όμως άρχισα να ανακαλύπτω πόσο πολύτιμες πληροφορίες εμπεριέχουν. Έτσι, σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας η οποία είδε το φως της δημοσιότητας μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, μεγάλη είναι η σημασία των λεγόμενων «άτυπων» μορφών χρηματοδότησης (από φίλους, γνωστούς και συγγενικά πρόσωπα δηλαδή) για την εκκίνηση νέων επιχειρήσεων και  μηδαμινός ο ρόλος του κλασσικού τύπου των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (venturecapital). Το απρόσμενο πόρισμα είναι ότι πάνω από τους μισούς άτυπους επενδυτές προσδοκούν αρνητικές ή μηδενικές αποδόσεις στην επένδυσή τους, δηλαδή οι περισσότερες νέες επιχειρήσεις βασίζονται σε χρηματοδοτική υποστήριξη χωρίς κερδοσκοπικά κίνητρα.

Με αφορμή αυτήν την είδηση, θυμήθηκα την ιστορία από το Κατεμάκο. Οι υποκριτές που υψώνουν τη φωνή τους να σταματήσει η απαξίωση των θεσμών – εκκλησιαστικών, δικαστικών, πολιτικών, κλπ. – , δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η απληστία και η πονηριά που διακατέχει εκείνους και τους θεσμούς τους, δεν είναι κτήμα όλων. Κι αυτό γιατί αδυνατούν να κατανοήσουν τη γλύκα του άσκοπου, την ομορφιά του ανεπιτήδευτου, την ειλικρίνεια του απλού.  Άλλωστε για το ποιόν τους, έχει γράψει ο HermanHesse, σχεδόν έναν αιώνα πριν.

Μέσα μου φουντώνει μια άγρια επιθυμία για δυνατά αισθήματα και εντυπώσεις, μια λύσσα εναντίων της άτονης, πλαδαρής, «κανονικής» και στείρας ζωής, και μια ακατανίκητη επιθυμία, κάτι να καταστρέψω, ένα δηλαδή κατάστημα εμπορικών ειδών ή ένα καθεδρικό ναό ή τον ίδιο μου τον εαυτό, ή να κάνω αναιδής πράξεις, να γκρεμίσω μερικά είδωλα, να εφοδιάσω με εισιτήρια για το Αμβούργο επαναστατημένους μαθητές, να διαφθείρω ένα κορίτσι ή να πνίξω μερικούς εκπροσώπους του αστικού κόσμου. Γιατί βασικά αυτόν τον κόσμο μισούσα και αποστρεφόμουν. Με όλες μου τις δυνάμεις καταριόμουν αυτήν την ευχαρίστηση, την  υγεία, την  άνεση, τη φροντισμένη αισιοδοξία του αστού, αυτήν την παχύδερμη πειθαρχία του μέτρου και του κανονικού.

HermanHesse, Ο Λύκος της Στέπας, 1927



fashion addiction