Πολιτική ορθότητα & Αριστερά
του Νίκου Σωτηρακόπουλου
Στην αρχή ξεκίνησε σαν μια αφορμή για πλάκες και έξυπνα σχόλια στο twitter. Ε, η δήλωση, έστω εν τη ρύμη του λόγου, ενός έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενου βουλευτή ότι «Έχω πηδήξει τη μισή Αθήνα και αυτοί της Χρυσής Αυγής συνεχίζουν να με αποκαλούν αδερφή» δίνει όντως λαβή για διαφόρων ειδών σχόλια. Σε κάθε περίπτωση, στο μισάωρο τα αστεία για τον Τατσόπουλο είχαν ήδη γίνει μέτρια και προβλέψιμα. Όμως και κάτι άλλο άρχισε να κάνει την εμφάνισή του…κάποια στην αρχή διστακτικά σχόλια περί υφέρπουσας ομοφοβίας και σεξισμού στο λόγο του συγγραφέα-βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ. Εντός μιας ημέρας η σκυτάλη πέρασε από το τουιταριάτο σε blogs, portals και ακόμα και παράθυρα τηλεοπτικών εκπομπών και εφημερίδες. Οι ψίθυροι πλέον είχαν γίνει κραυγές, κυρίως από το χώρο της Αριστεράς: «ομοφοβικοί και ρατσιστές δεν έχουν θέση στον πολιτικό/κοινωνικό λόγο και δη στον ΣΥΡΙΖΑ». Το θέμα πήρε τέτοιες διαστάσεις που εντός λίγων ημερών απασχόλησε και γνωστή παρουσιάστρια πρωινάδικου, που αρνήθηκε να παίξει στην εκπομπή της απόσπασμα από συνέντευξη του Τατσόπουλου, διακηρύσσοντας τον αποτροπιασμό της (όπως παλαιότερα οι διαγωνιζόμενες στα καλλιστεία ένοιωθαν την ανάγκη να διακηρύξουν την ευχή για παγκόσμια ειρήνη ίσως).
Η ιστορία του Τατσόπουλου έρχεται λίγους μήνες μόνο μετά την αποβολή της Βούλας Παπαχρήστου από την Ολυμπιακή Ομάδα για ένα tweet που χαρακτηρίστηκε ρατσιστικό. Εκεί είχαμε πάλι το φαινόμενο μιας πλειοδοσίας σε ηθικολογία και αναθέματα, με αποκορύφωμα το (ξένο για την κουλτούρα της Αριστεράς) θέαμα προοδευτικών και καλών κατά τ’άλλα δημοσιογράφων να κυνηγάνε στα social media τους χορηγούς της Παπαχρήστου για να τους καρφώσουν τα καθέκαστα, απαιτώντας να κόψουν τη στήριξή τους στην αθλήτρια, όπως και έγινε. Στην Παπαχρήστου και τις ιδεολογικές (;) επιλογές της καμία συμπάθεια δεν έχω. Ωστόσο από πότε η συμμετοχή κάποιας στους Ολυμπιακούς Αγώνες κρίνεται όχι με βάση τις αθλητικές επιδόσεις, αλλά τις πρέπουσες απόψεις και το γουστόζικο ή όχι των tweets της; Μα στην εποχή της σταδιακής εδραίωσης ενός κλίματος αυστηρής και πνιγηρής πολιτικής ορθότητας (political correctness), είναι η απάντηση.
Κύριο χαρακτηριστικό της κουλτούρας της πολιτικής ορθότητας είναι η προσήλωση στο «πώς» λέχθηκε ή έγινε κάτι παρά στο «τι». Ο Τατσόπουλος στην ουσία έκανε το εξής: διέψευσε έναν σεξουαλικό προσανατολισμό που του αποδόθηκε, όπως είχε κάθε ηθικό δικαίωμα να κάνει, χρησιμοποιώντας ένα σχήμα λόγου σύνηθες στην αργκό (και όσο να’ναι μια κουβέντα με τον Τράγκα δημιουργεί μια τέτοια ατμόσφαιρα). Το ύφος αυτού που είπε μπορεί να αρέσει σε κάποιους ή όχι (ανήκω στη δεύτερη κατηγορία). Ήταν ομοφοβικό ή σεξιστικό, ώστε να αποτελέσει μείζον πολιτικό θέμα; Όχι. Η ομοφοβία, ο σεξισμός και ο ρατσισμός, δεν κρύβονται σε λέξεις και λαϊκά ιδιώματα της καθομιλουμένης. Είναι αποτρόπαια κοινωνικά φαινόμενα που πρέπει να αντιμετωπιστούν με την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και την τιμωρία των πράξεων βίας ή και προκατάληψης, όπως και με την προώθηση αξιών και προταγμάτων που μας ενώνουν όλους.
Η πολιτική ορθότητα, ωστόσο, απλά αναπαράγει παλιές συντηρητικές προκαταλήψεις με νέο, δήθεν προοδευτικό, περιτύλιγμα. Ο Άλλος (γυναίκα, ομοφυλόφιλος, μαύρος κτλ) συνεχίζει να λογίζεται ως κάτι το διαφορετικό και πιθανώς κατώτερο, αυτή τη φορά ωστόσο η διαφορετικότητά του έγκειται στο ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται στην κοινωνική αλληλεπίδραση με ειδικό τρόπο, καθώς είναι ιδιαίτερα «εύθραυστος» και μάλλον ανίκανος να προστατέψει τον εαυτό του από το «τραύμα» μιας λέξης ή ενός ιδιώματος. Το πόσο υποτιμητική, πατερναλιστική και ελιτίστικη είναι αυτή η προσέγγιση δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ελάχιστοι ήταν οι ομοφυλόφιλοι ή οι γυναίκες που ένοιωσαν πραγματικά ενόχληση από τη δήλωση του Τατσόπουλου. Όπως θα’πρεπε να κάνουμε και οι υπόλοιποι, μάλλον προσπέρασαν γρήγορα ένα τέτοιο σχόλιο, ίσως με ένα ειρωνικό μειδίαμα. Ήταν οι αυτόκλητοι υπερασπιστές τους, με τις κεραίες τις πολιτικής τους ορθότητας πάντα σε επιφυλακή, που ανακάλυψαν μέγα θέμα με την υποτιθέμενη ανακύκλωση υποτιμητικών στερεοτύπων, τη δήθεν υιοθέτηση της γλώσσας της Χρυσής Αυγής κτλ.
Η αστυνόμευση του λόγου και η από τα πάνω επιβολή ενός κώδικα επικοινωνίας, μικρή σχέση έχει με αξίες όπως η ευγένεια, η ανεκτικότητα και ο σεβασμός στη διαφωνία ή τη διαφορετικότητα. Τουναντίον, προωθεί τον κομφορμισμό και την αποστασιοποίηση, ενώ έχει ως αποτέλεσμα την εμπέδωση ενός γενικότερου κλίματος καχυποψίας, ευθιξίας και, όπου κάθε τι που μπορεί να λεχθεί λογίζεται ως οιονεί επιβλαβές για τον άλλον. Δημιουργείται έτσι μια πνευματική ατμόσφαιρα αυτό-λογοκρισίας, όπου ο διπλανός μας αντιμετωπίζεται όχι ως ίσος και ικανός να ανταπεξέλθει στην κοινωνική συναναστροφή, αλλά ακόμα περισσότερο ως αλλότριος. Ως φαινόμενο, η πολιτική ορθότητα δένει πολύ καλά με την θεραπευτική κουλτούρα που βλέπει το άτομο ως θυματοποιημένο εύθραυστο ον, που χρειάζεται την προστασία των ειδικών και τεχνοκρατών που ξέρουν καλύτερα, μιας κοινωνικής τάσης που δείχνει να εδραιώνεται (τουλάχιστον) στον Αγγλοσαξωνικό κόσμο.
Η πολιτική ορθότητα αποτελεί ένα ιδεολόγημα που έχει έρθει να αναπληρώσει ένα κενό πολιτικού λόγου και προτάγματος. Από τον Αμερικανικό Στρατό μέχρι τη Βασίλισσα της Αγγλίας και σχεδόν όλους τους σύγχρονους πολιτικούς της Δύσης, η προσήλωση στην πολιτική ορθότητα είναι δεδομένη, ερχόμενη να αναπληρώσει χαμένες αξίες και στρατεύσεις. Είναι ένας τρόπος να σκοράρει κάποιος εύκολους πολιτικούς πόντους, χωρίς να έχει να πει τίποτα ουσιώδες. Σηματοδοτεί μια μετάβαση από το πολιτικό στο διαπροσωπικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παρακμή της έννοιας της «Πολιτικής». Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές γιατί το αστικό μπλοκ εξουσίας έχει ανέβει στο τρένο της πολιτικής ορθότητας. Απογυμνωμένο από οποιαδήποτε ιδέα ή όραμα, εισάγει πατέντες από επίσης ηθικοπολιτικά χρεωκοπημένες ελίτ, με την ελπίδα να αποκτήσει κάποιου είδους νέα ταυτότητα. Το να γίνει, ωστόσο, η Αριστερά η λοκομοτίβα του τρένου αυτού είναι ανησυχητικό προμήνυμα ήττας και διανοητικής εξάντλησης. Όσοι ευαγγελίζονται τον Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα θα μας απογοητεύσουν οικτρά αν τελικά αυτό που έχουν να μας προσφέρουν είναι απλά ένα μεταμοντέρνο Σαβουάρ Βιβρ του 20ου αιώνα.
* Ο Νίκος Σωτηρακόπουλος είναι υποψήφιος Διδάκτορας και βοηθός Λέκτορα στο Πανεπιστήμιο του Κεντ στη Μεγάλη Βρετανία. Το ερευνητικό του ενδιαφέρον εστιάζεται μεταξύ άλλων στο Μαρξισμό, στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα και στους παράγοντες της μεταμοντέρνας ιδεολογίας που έχουν διαβάλει την έννοια της Αριστεράς ως ριζοσπαστικού φορέα των ουμανιστικών ιδεών της οικουμενικότητας και της προόδου.