Τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία;

 της Ashley Frawley*

Όταν με ρωτούν πάνω σε τι είναι η έρευνά μου, πάντα νοιώθω την ανάγκη να κάνω μια διευκρίνιση προτού ξεστομίσω «με τη ευτυχία». Αν ξεκινήσω με αυτήν την πιασάρικη λέξη, συνήθως η συνέχεια είναι απογοητευτική για τον συνομιλητή μου, που προσδοκά μια συζήτηση μάλλον φιλοσοφικής φύσεως.

Όμως εδώ δεν μιλάμε για την ευτυχία ως συναίσθημα ή ως φιλοσοφική έννοια, αλλά ως ένα σοβαρό προβλήμα της σύγχρονης εποχής. Και αν η ιδέα της ευτυχίας ως κοινωνικό πρόβλημα σας φαίνεται περίεργη, είναι διότι το θέμα δεν αναδείχτηκε από εμένα ή από σας, ούτε ήταν απόρροια κάποιας κινητοποίησης από τους κάτω για να φέρουμε στο φως ένα ζήτημα που ανακαλύψαμε στην καθημερινή μας ζωή. Αντιθέτως, από το 2000 περίπου κάποιοι αποφασισμένοι και με ισχυρή επιρροή υπέρμαχοι μιας «επιστήμης της ευτυχίας» άρχισαν να ισχυρίζονται ότι το κλειδί για την ευτυχία είχε βρεθεί και ότι όλα τα δεινά (σε ατομικό ή και εθνικό/κοινωνικό επίπεδο) θα υπερκεράζονταν ευκολότερα εάν εναρμονίζαμε τις διαθέσεις και τις συμπεριφορές μας με την περί της ευτυχίας έρευνα. Μας λένε μάλιστα ότι πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι επειδή στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πώς να είμαστε πραγματικά «ευτυχισμένοι». Η ευτυχία, ισχυρίζονται, απαιτεί την τεχνογνωσία του ειδικού, know how και καθοδήγηση από επαγγελματίες.

Η έρευνά μου κατέδειξε ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση στην ευτυχία και η διάχυσή της έχει τις ρίζες της σε Αμερικανούς ψυχολόγους, οι οποίοι εν συνεχεία κατάφεραν να προωθήσουν τα ευρήματά της νέας τους «επιστήμης» σε προσωπικότητες και ομάδες με επιρροή στη χάραξη της κοινωνικής πολιτικής. Από την αρχή της λοιπόν, «η επιστήμη της ευτυχίας» είναι μια διαδικασία ορμώμενη από τους από πάνω και από παράγοντες με ήδη σημαίνουσα ισχύ και επιρροή, που στη συνέχεια προσπάθησαν να μυήσουν το ευρύ κοινό στην αφήγησή τους. Το παραπάνω κάθε άλλο παρά θεωρία συνωμοσίας είναι. Εφόσον κατά τα φαινόμενα έχει εγκαταλειφθεί η ελπίδα να μεταλλαχτεί η κοινωνία σε πραγματικούς/υλικούς όρους, το υποκειμενικό «εγώ» μας φαντάζει ως ένα από τα λίγα πεδία όπου μπορεί να επέλθει κάποιου είδους αλλαγή. Σε ένα τέτοιο πολιτικό κλίμα, ιδέες όπως της ευτυχίας μπορούν να φαντάζουν ως «ριζοσπαστικές» ή και ουτοπικές ακόμα. Επίσης, η γλώσσα της ευτυχίας προσφέρει στους φορείς και τους διαμορφωτές της πολιτικής έναν σίγουρο και ουδέτερο τρόπο να έρθουν σε επαφή με ένα όλο και περισσότερο αποξενωμένο από αυτούς κοινό. Με το να δομείς ζητήματα με ένα τέτοιο ουδέτερο και κοινά αποδεκτό λόγο, αυτόματα ή οποιαδήποτε αντίδραση ή αντίλογος καθίσταται δύσκολα. Ποιος μπορεί να είναι εναντίον της «ευτυχίας»; Τα πράγματα γίνονται πιο καθαρά αν δει κανείς το πλέον δημοφιλές μοτίβο του«κινήματος της ευτυχίας»:  παρά το ότι έχει υπάρξει μια ραγδαία αύξηση του πλούτου, δεν υπάρχει και αντίστοιχη αύξηση της ευτυχίας, τουλάχιστον από το 1950 που έχουν αρχίσει οι μετρήσεις. Η επιστήμη δείχνει, μας λένε, ότι γινόμασταν πλουσιότεροι αλλά όχι και ευτυχέστεροι. Οι βαρύγδουπες αυτές δηλώσεις συνοδεύονται και από διαγράμματα που δείχνουν τη μεταβλητή της ευτυχίας να παραμένει σταθερή τη στιγμή που η μεταβλητή του ΑΕΠ αυξάνεται. Ο μη εξοικειωμένος με το ζήτημα αναγνώστης θα εκπλαγεί όταν μάθει πόσοι διαφορετικοί οργανισμοί έχουν ενσωματώσει τη συγκεκριμένη αφήγηση, από την Coca Cola και την Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι την Παγκόσμια Τράπεζα και το Υπουργείο Παιδείας του Ηνωμένου Βασιλείου. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν διάφοροι, όπως για παράδειγμα ο Γραμματέας του ΟΗΕ τον περασμένο Απρίλιο, είναι ότι η ευτυχία, και όχι ο πλούτος, πρέπει να είναι η μονάδα μέτρησης  της «αληθινής προόδου». Και ποιος να διαφωνήσει άλλωστε; Τα λεφτά σίγουρα δεν είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή και επίσης όλοι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι. Όμως το εύπεπτο αυτό περιτύλιγμα κρύβει σημαντικότερα θέματα. Λίγοι θα τάσσονταν υπέρ μιας οικονομικής στασιμότητας, σαν και αυτή που βιώνουμε σήμερα με τις γνωστές συνέπειες στην ανεργία, το επίπεδο της ζωής κτλ, όμως σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι «τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία». Έχει πολύ ενδιαφέρον το πώς ενώ ο πλούτος και η οικονομική μεγέθυνση επιλέγονται πάντα ως μέτρα σύγκρισης, λίγοι έχουν σκεφτεί πώς η ευτυχία δεν έχει «ανέβει» και σε σχέση με άλλους παράγοντες. Ούτε οι κοινωνικές κατακτήσεις ούτε ατομικά δικαιώματα κερδισμένα με αίμα έχουν κατορθώσει να ανορθώσουν αυτόν τον πεισματάρη δείκτη της ευτυχίας! 

Φυσικά δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που οι «έρευνες» δείχνουν ότι η ευτυχία δεν αυξάνεται σε αναλογία με τον πλούτο. Εξάλλου ούτε τα συναισθήματα ούτε η πρόοδος δουλεύουν με αυτόν τον τρόπο. Δεν είναι δυνατόν να γνωρίζω πώς θα είναι η ζωή στο μέλλον χωρίς κάποιες από τις δυσκολίες που βιώνουμε σήμερα, με τον ίδιο τρόπο που κανένας από όσους θα συμπλήρωναν μια «έρευνα ευτυχίας» το 1800 δεν θα κατέτασσε τον εαυτό τους ως λιγότερο ευτυχισμένο λόγω της έλλειψης ηλεκτρικής ενέργειας. Κάθε γενιά ορίζει την ευτυχία σε σχέση με τον κόσμο που την περιβάλει. Αν χρησιμοποιήσουμε λοιπόν την ευτυχία ως μέτρο για την πρόοδο μιας κοινωνίας, ουσιαστικά επιβεβαιώνουμε το παρόν σαν ότι καλύτερο μπορούμε να έχουμε. Η ελπίδα για πρόοδο απορρίπτεται ως μια αέναη και μάταιη ηδονιστική αναζήτηση. Η ευτυχία έχει τη δυνατότητα να μεταλλάσσεται, μας λένε, και άρα δεν θα είμαστε ευτυχισμένοι ούτε όταν αποκτήσουμε τα αντικείμενα το πόθου μας. Η πραγματικά αξιοθαύμαστη ικανότητα των ανθρώπων να προσαρμόζονται όσο το δυνατόν καλύτερα στις πιο επαχθείς συνθήκες δίνεται ως δικαιολογία για να τους κρατάμε στα λίγα.  

Το ότι η αντίδραση στις παραπάνω ιδέες είναι η ελάχιστη ή το ότι σε μερικούς μπορεί να ακούγονται και ως αριστερές και προοδευτικές, δείχνει πόσο πολύ έχει αποπροσανατολιστεί το αριστερό/προοδευτικό πρόταγμα σήμερα. Εφόσον είναι ριζοσπαστικό να μη θες πολλά υλικά αγαθά, τότε πώς να ορθώσουμε μια πειστική απάντηση απέναντι στις ελίτ που θέλουν να πάρουν από μας όλο και περισσότερα; Επίσης, φαντάζει μακρινή η εποχή που η επέκταση του πλούτου γινόταν κατανοητή υπό ένα αισιόδοξο πρίσμα ως το θεμέλιο μιας νέας κοινωνίας. Όπως έγραφε και ο Ιρλανδός σοσιαλιστής James Connolly το 1907, «τα αιτήματα μας είναι εξόχως μετριοπαθή … θέλουμε απλά όλον τον κόσμο!».

Η υπόσχεση ότι θα παρείχε στον κόσμο μια καλύτερη ζωή ήταν μια φορά κι έναν καιρό το καίριο σημείο που ο καπιταλισμός θεωρούσε εαυτόν υπέρτερο από τους ανταγωνιστές του. Σήμερα ωστόσο μας λένε ότι είναι λάθος να ζητάμε περισσότερα. Στη Βικτωριανή Αγγλία, οι πλούσιες ελίτ είχαν μια παρόμοια τάση να ηθικολογούν για τις καταναλωτικές συνήθεις της εργατικής τάξης, τονίζοντας πώς δεν θα ήταν τόσο φτωχοί αν ήταν λίγο πιο ολιγαρκείς στο πώς ξόδευαν τον πενιχρό μισθό τους. Παρά το ότι πλέον μας σερβίρεται σε πιο εξευγενισμένη γλώσσα ως μια ευκαιρία να επικεντρωθούμε «σε αυτά που πραγματικά μετράνε στη ζωή», όλη ή περί ευτυχίας συζήτηση θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως αυτό που είναι: μια από τους πάνω πρωτοβουλία η οποία, συνειδητά ή όχι, εξορθολογικεύει το στάτους κβο και την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων ως αναπόφευκτο μονόδρομο.


*Η Ashley Frawley είναι υποψήφια διδάκτορας και επίκουρη καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Kent στο Canterbury, στην Αγγλία. Η διδακτορική έρευνά της αφορά την κατασκευή της «ευτυχίας», ως ένα κοινωνικό πρόβλημα στο Ηνωμένο Βασίλειο. 
 
fashion addiction